Στη «Δίκη στο Open» φιλοξενήθηκε ο Κύρος Βασσάρας, μέλος της Επιτροπής Ανάπτυξης Διαιτησίας της UEFA και πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας στη Ρουμανία, και μίλησε για τα εννέα χρόνια του στη βαλκανική χώρα, τη διεθνή επιτροπεία στην ελληνική διαιτησία, τις επιπτώσεις του VAR, το νέο μοντέλο ανάπτυξης/παραγωγής διαιτητών στην Ευρώπη και την επαγγελματική διαιτησία.
Αρχικά είπε: «Δεν είχαμε ποτέ ξένο διαιτητή στη Ρουμανία και δε θα έχουμε όσο είμαι εγώ».
Πώς πήγε στη Ρουμανία: «Οι πρώτες επαφές ήταν το καλοκαίρι 2013 και όταν ανέλαβα πρόεδρος επιτροπής διαιτησίας το 2014 είχα πάρα πολλά προβλήματα και διαφθοράς. Πλέον ο δείκτης της αξιοπιστίας είναι στο 120%, δεν νοείται να λεχθεί κάτι για διαιτητή, τουλάχιστον στον δικό μου τον τομέα που με ενδιαφέρει. Όταν συναντήθηκα με τον πρόεδρο της ομοσπονδίας της Ρουμανίας μετά από την τιμητική του πρόσκληση να δουλέψω εκεί, είχαμε κάνει ένα πλάνο για τα πρώτα 2 χρόνια, μετά για τα άλλα 2 χρόνια. Η Ρουμανία είχε πάρα πολλά χρόνια να έχει εκπρόσωπο στις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις. Ένας από τους στόχους μου ήταν αν αξιοποιήσω τους διαιτητές που είχα, να τους κάνω καλύτερους, να παράξω, να κάνω σκάουτινγκ και να τους ετοιμάσω. Όπως μπήκα έπρεπε να δω τι έχω. Αυτό που με βοήθησε ήταν η προηγούμενη χρονιά. Είχα κληθεί να βλέπω τους διαιτητές ως απλός συνεργάτης, η κλήση ήταν και μέσω UEFA και βοηθούσα, παρακολουθούσα τους αγώνες, πήγαινα κάθε μήνα, έκανα σεμινάρια, έβλεπα τους διαιτητές και καταλάβαινα από τα μάτια τους και τις κινήσεις τους, από την εξάσκηση, να ξεχωρίσω κάποιους. Όταν ανέλαβα πρόεδρος το 2014 είχα ήδη τα κριτήρια έτοιμα, είχα ήδη κάποιους διαιτητές και ήξερα πού θα δουλέψω.
Είχαμε δυο επιλογές για το Μουντιάλ ο ένας δεν πήγε λόγω υγείας και πήγε ο Ίστβαν Κόβατς. Από το 2014 υπάρχει ανελλιπώς Ρουμάνος διαιτητής σε τελική φάση διοργάνωσης. Έχουν πάει σε 2 Euro, σε Παγκόσμιο, σε Ολυμπιακούς Αγώνες, άντρες και γυναίκες. Όλα ξεκινούν από κάπου. Όταν έχεις μια σταθερότητα και ανθρώπους που σε εμπιστεύονται μπορείς να κάνεις πράγματα».
Για την επαγγελματική διαιτησία και αν είναι έτοιμη η Ελλάδα γι αυτό: «Για τη Ρουμανία τέθηκε ένα τέτοιο θέμα. Μετά από σκέψεις λέμε ότι πρέπει να υπάρχει και το υπόβαθρο, να μπορείς να πληρώσεις. Υπάρχει και η επαγγελματική διαιτησία που γίνεται από τις ομοσπονδίες, υπάρχει στη Γαλλία, στη Γερμανία. Αυτό που κάναμε πέρσι ήταν να ανεβάσουμε όλες τις αμοιβές των διαιτητών και με το VAR πλέον ο κάθε διαιτητής απασχολείται κάθε εβδομάδα. Οι διαιτητές στη Ρουμανία είναι καθαρά αμειβόμενοι. Δεν ενημερώνομαι για το τι γίνεται στην Ελλάδα αλλά ξέρω ότι κάθε χρόνο υπήρχαν θέματα ότι οι διαιτητές ήταν απλήρωτοι. Έτσι δεν ξέρω πως μιλάμε για επαγγελματική διαιτησία. Για τη νέα σεζόν δε νομίζω, είναι λίγος ο χρόνος. Είναι πολλά τα ερωτήματα».
Για το πλάνο Μπένετ για Έλληνες διαιτητές στο χόρτο και ξένους στο VAR: «Η αλήθεια είναι ότι η UEFA έπαψε να συνδράμει στο να έρχονται ελίτ διαιτητές. Έχω διαβάσει την επιστολή. Το θέμα είναι ότι ακούω 50-50, ή καθόλου ή περισσότερο Έλληνες διαιτητές. Για να μπορώ να καταλάβω όλα αυτά που ακούω χρειάζομαι ένα πρόγραμμα, μια δομή, ξεκινάμε από εκεί, κάνουμε αυτό. Εγώ χαίρομαι πάρα πολύ που αυτά που ξεκινήσαμε το 2009-10 που είχαμε κάνει ρεκόρ νέων διαιτητών, είχαμε βάλει τις βάσεις, εξετάσεις τεστ, εργομετρικά. Στην Ελλάδα μας αρέσει να κάνουμε επιτροπές. Εγώ θέλω να βλέπω δουλειά. Είμαι μέλος της εκτελεστικής επιτροπής στην Ρουμανία, ψηφίζω για τα πάντα. Ως πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας εκπροσωπώ τους διαιτητές, αναφερόμενος στα θέματα διαιτησίας με τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής. Εφόσον είμαι εγώ στην ΕΕ ποιος ο λόγος να βγαίνουν ομάδες στα media για διαμαρτυρίες. Ελάτε σε μένα στην ΕΕ και μιλάμε για ΕΕ που αρχίζει στις 11 και τελειώνει 5:30. Καμία ομάδα δεν έχει παράπονα. Δεν με έχει πάρει ούτε ένας παράγοντας τηλέφωνο. Μια φορά ο Μούτου όταν είχε αναλάβει την Ντιναμό Βουκουρεστίου και ήθελε να με συναντήσει μαζί με τον πρόεδρο και συναντηθήκαμε οι τρεις στην ομοσπονδία για θέματα που μπορούσαν να συζητηθούν».
Αν στη Ρουμανία έχει φαινόμενα βίας προς τους διαιτητές: «Δεν έχει καμία επίθεση. Αν έχει γίνει κάτι μεμονωμένο, μπορεί να έχει γίνει έξω από γήπεδο. Δεν υπήρχαν τέτοια θέματα. Το λέω με σιγουριά γιατί έχω την εμπιστοσύνη για να κάνω αυτό που κάνω, έχει φέρει επιτυχία και η εμπιστοσύνη συνεχίζεται. Αυτό συνετέλεσε στο να είναι οι ομάδες ήρεμες. Βγήκα κάποιες δημόσια φορές με παραδείγματα, ετοιμάζω βίντεο, έχω κάνει τρεις συνεντεύξεις τύπου, στα πλέι οφ και στα πλέι άουτ είχα μαγνητοσκοπημένες φάσεις, χέρια, οφσάιντ με την εξήγηση και τα πάντα. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί αλλά ξέρουν ότι υπάρχει διαφάνεια, ότι δεν προσπαθούμε να κρύψουμε κάτι. Όταν είδα τον Κλάτενμπεργκ τότε του είπα να προσέξει το θέμα, δεν μπορεί να βάζεις τα ηχητικά του VAR στην τηλεόραση. Γιατί τα ηχητικά μπορεί να κρατήσουν ώρα και ή θα το βάλεις όλο ή καθόλου και δεν με άκουσε και το αποτέλεσμα ήταν να το πάρει πίσω. Πουθενά στην Ευρώπη δεν εφαρμόζεται με αυτή τη μορφή».
Για τον μισθό του στη Ρουμανία και αν είναι ίδιοι με την Ελλάδα: «Η Ελλάδα είναι παράδεισος γι αυτόν που θα έρθει να δουλέψει ως πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας. Εγώ μπορεί να παίρνω και το 1/3 των χρήματων από τους αρχιδιαιτητές στην Ελλάδα. Η Ελλάδα χρειάζεται τον ξένο της γιατί θα μπορέσει να δουλέψει καλύτερα εκεί. Όταν είχαμε συζητήσει με τον κ. Χούμπελ η άποψη μου είναι ή φέρνω ξένους για να εκπαιδεύσω τους Έλληνες ή βάζω Έλληνες για να ορίζουν ξένους. Αυτό το να είναι ξένοι με ξένους δεν το έχω καταλάβει. Περνάν τα χρόνια, οι ταλαντούχοι διαιτητές μεγαλώνουν και από πίσω υπάρχει μια παραγωγή η οποία χάνεται. Σε συνάντηση με τον κ. Μπαλτάκο για θέματα για την ανάπτυξη της διαιτησίας του είπα ότι πρέπει να δουλέψετε γιατί όταν αποφασίσετε να έχετε Έλληνες διαιτητές αν θα έχετε διαιτητές. Πρέπει να υπάρχει επαγγελματική εκπαίδευση από επαγγελματίες».
Αν είναι διαθέσιμος για να έρθει στην Ελλάδα: «Για κάθε τι υπάρχει ένα γιατί. Αυτό που ενδιαφέρει είναι οι συνθήκες για να γίνει κάτι, πόσο αξίζει να γίνει κάτι, έχω συμβόλαιο αλλά δεν λέει κάτι, υπάρχει όρος που μπορεί να πάω σε ομοσπονδία και εκτός Ευρώπης, έχω πολλές προτάσεις. Ο Έλληνας αρχιδιαιτητής πρέπει να δουλέψει με Έλληνες. Γιατί να μη συνεχίσει ο κ. Μπένετ. Δύσκολο να δουλέψεις στην Ελλάδα, για μένα που έβγαλα το ελληνικό πανεπιστήμιο στο ποδόσφαιρο ήταν πιο εύκολο να πάω στη Ρουμανία. Δεν υπάρχει πρόταση, δεν είναι κάτι που συζητάω. Δεν νομίζω και μετά τον κ. Μπένετ η Ελλάδα μπορεί να αποδεχτεί Έλληνα επικεφαλής της διαιτησίας».
Γιατί δεν είναι στην Ελλάδα: «Τη διαιτησία την αγαπώ πάρα πολύ, έχω μοχθήσει από τα 18, είναι μέρος της ζωής μου. Αυτό που θέλω να κάνω, θέλω να το κάνω με αξιοπρέπεια, να δουλεύω με αποτελέσματα, να χαίρομαι με τα αποτελέσματα και να δημιουργώ άλλες προοπτικές. Αν θα είμαι εδώ, δεν είναι ερώτημα που θα κάνω εγώ. Πάντα όποτε με χρειάστηκε η ομοσπονδία και η χώρα μου ήμουν παρών να βοηθήσω. Αυτή τη στιγμή δεν είναι κάτι τέτοιο στο μυαλό μου».
Για το αν είναι θέμα ικανότητας ή να είναι αρεστός στους «μεγάλους» μία ενδεχόμενη επιστροφή του στην Ελλάδα: «Δεν ενδιαφέρει αν είμαι αρεστός στις ομάδες. Για να είμαι αρεστός πρέπει να κάνω κάτι λάθος. Αν κάποιος μου αποδείξει ότι κάνω κάτι λάθος, θα δω τι ακριβώς είναι λάθος. Να μη με θέλει κάποιος δίχως να ρωτήσει ή να με έχει δει, δεν το θεωρώ υγιές. Εγώ δεν ήμουν ποτέ πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας. Εγώ είχα φτιάξει την ανάπτυξη και την εκπαίδευση της διαιτησίας».
Αν η επιρροή του στους διαιτητές μπορούσε να δημιουργήσει καχυποψία στους παράγοντες: «Εγώ έχω δουλέψει με τους Έλληνες διαιτητές από τη βάση μέχρι την κορυφή. Ένιωθα και νιώθω μία οικογένεια. Αυτό κάποιοι δεν το δέχονται, θεωρούν ότι δεν πρέπει να είναι έτσι. Εγώ έχω τον ρόλο του να προστατεύω το πρωτάθλημα, την εικόνα της διαιτησίας. Στην ανάπτυξη, αυτά που είχα κάνει, δεν ανακατευόμουν ποτέ με ορισμούς. Και όταν έγινε αυτό, ήταν το 2011, την εποχή των χειραγωγημένων παιχνιδιών για ένα διάστημα ίσα-ίσα για να κυλήσουμε με προτροπή του κ. Πιλάβιου. Δεν μετάνιωσα και δεν μετανιώνω ποτέ για κάτι που έχω κάνει γιατί ξέρω ότι πάντα έκανα τις προσπάθειές μου, δούλεψα πάνω σε αυτό. Το όνομά μου το υπερασπίζομαι εγώ. Αν το πάμε έτσι, τον Βασσάρα δεν τον ήθελε ποτέ ο πρώτος, τον ήθελαν από τον δεύτερο και κάτω ως διαιτητή, ως άνθρωπο μέσα στη διαιτησία κλπ. Ακόμη και η επίθεση που δέχτηκα τότε ήταν ένα μήνυμα να μην γίνω πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας. Που στο φινάλε δεν ήθελα να γίνω. Θεωρώ ότι αν είσαι σωστός δε φοβάσαι κανέναν. Και δεν φοβήθηκα ποτέ κανέναν».
Για τη σχέση που του καταλόγιζαν με τον Ολυμπιακό λόγω της συγγενικής σχέσης του με τον Θεόδωρο Θεοδωρίδη: «Έχω ακούσει και πολλά άλλα, δεν είναι μόνο αυτό. Ας δούμε το παρακάτω. Δεν επηρέασε την εξέλιξή μου στην Ελλάδα. Άνθρωποι που θέλουν να δυσφημήσουν, να καταστρέψουν μία εικόνα, μπορεί να βρουν πάρα πολλά πράγματα, δε χρειάζεται να κάνεις κάτι τέτοιο. Δεν μου αρέσει η υποκρισία, να προσπαθούν να χαλάσουν μία εικόνα, κανένα πρόβλημα, δε θέλετε, φεύγω. Έτσι ακριβώς έκανα και όταν έπρεπε να φύγω, δεν είχα κανένα θέμα. Αλλά να παραιτηθείς για κάτι που δεν έχεις κάνει, δεν το έχω κάνει ποτέ. Αν φερ ειπείν η ΕΠΟ πει “κ. Βασσάρα δεν θέλουμε να δουλέψουμε μαζί”, τότε ΟΚ, φίλοι, και φεύγω. Όχι κάποιος να μου πει παραιτήσου και να παραιτηθώ».
Αν συζήτησε με τον κ. Μπαλτάκο στο Βουκουρέστι για το θέμα της διαιτησίας και του γηπέδου του τελικού Κυπέλλου: «Δεν μου το έχει πει, δεν ήταν μέρος της συζήτησης, η συζήτηση ήταν για θέματα εκπαίδευσης και κάποιων ευρωπαϊκών μοντέλων, ζητούσε τεχνογνωσία. Δεν ζήτησε ούτε ο κ. Μπένετ, ούτε ο κ. Κλάτενμπεργκ. Όταν συνεργάστηκα με τον κ. Περέιρα έφτιαξα κέντρα ανέλιξης ταλέντων που σήμερα έχουμε αυτούς τους διαιτητές από εκεί. Τέλειωσα ένα έργο 2 ετών και την έρευνα που έκανα με μια τεράστια βάση δεδομένων που αποτέλεσε ένα τεράστιο εφόδιο για τους επομένους. Για τον κ. Κλάτενμπεργκ αυτό που με παραξένεψε ήταν ότι υπήρχε ένα αστεράκι στους πίνακες που έλεγε ότι εγώ ήμουν στη Ρουμανία και δεν διατίθεμαι να έρθω στην Ελλάδα. Όταν είχα επικοινωνήσει μαζί του του λέω “με ποιο δικαίωμα γράφεις τέτοια πράγματα. Δε μου ζήτησες ποτέ να κάνω μάθημα, δε σου ζήτησα ποτέ να μου βάλεις αστεράκι, εγώ είμαι πάντα διαθέσιμος”. Όταν έφυγε το αστεράκι, μια φορά ήρθα με δικά μου έξοδα και δεν τα απαίτησα και δε θα τα απαιτήσω ποτέ γιατί είμαι εκπαιδευτής στην ΕΠΟ εκτός από FIFA και UEFA. Ο κ. Κλάτενμπεργκ δεν επικοινώνησε μαζί μου για αυτό, δεν ξέρω γιατί. Μία φορά είχα κάνει μάθημα στους παρατηρητές της Α Εθνικής και έγινε επί Περέιρα σε ένα σεμινάριο σε ένα ξενοδοχείο στη Λεωφόρο Συγγρού».
Για το ότι η ΕΠΟ έχει αρχιδιαιτητή τον Μπένετ και η Λίγκα ως σύμβουλο διαιτησίας τον Κλάτενμπεργκ: «Ο καθένας προσπαθεί να κάνει πράγματα για το καλό του ποδοσφαίρου. Τον πρώτο λόγο έχει σαφώς η ΕΠΟ, αυτή παραχωρεί το πρωτάθλημα, αν δεν υπάρχει συμφωνία όλων αυτών που θέλουν το καλό του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Η Λίγκα πληρώνει, δεν ξέρω και δε θέλω να μιλάω για άλλους ανθρώπους. Εγώ θέλω να βλέπω κάποια πράγματα. Υπάρχει αυτό το μοντέλο σε κάποιες χώρες άλλα η πλειοψηφία είναι από την ομοσπονδία. Για παράδειγμα στην Ισπανία, οι δύο είναι από την ομοσπονδία και ο ένας από τη Λίγκα. Η φιλοσοφία είναι να δουλέψουμε και να έχεις κάποια δεδομένα. Δεν μπορεί κάποιος διαιτητής να έχει πάρει 7,9 και να τον προτείνεις την επόμενη εβδομάδα. Και να έχει τις δύο ψήφους, δεν είναι σωστό. Μπορούμε να συμφωνήσουμε στην Ελλάδα σε κάποια πράγματα; Να κάνουμε κάτι; Διαφορετικά θα είμαστε πάντα πίσω».
Αν οι Έλληνες διαιτητές έδωσαν δικαιώματα: «Υπάρχουν παραδείγματα, λάθος σφυρίγματα και πάντοτε θα υπάρχουν. Δεν μπορώ να δώσω σκοπιμότητα σε κάποιους διαιτητές. Στο δικό μου το παράδειγμα όταν υπήρχαν Ρουμάνοι διαιτητές και έγιναν αρκετά λάθη κάτι έπρεπε να κάνω. Τους μάζεψα και τους είπα “κοιτάξτε, δεν γίνεται έτσι”. Δεν μπορώ να πω “τέρμα τα πέναλτι σε αυτήν την ομάδα και δώστε τα στην άλλη”. Αυτό που θα πω είναι “καθίστε να δούμε τα λάθη σας, δε θα ανεχτώ άλλα λάθη, πρέπει να γίνει έτσι, πώς θα φτιάξουμε τη συνεργασία”. Τέλειωσαν τα πλέι οφ, βγήκε ο πρωταθλητής, βγαίνουν τα μπαράζ και τώρα προς το τέλος λένε όλοι αυτός που έπρεπε να πάρει το πρωτάθλημα και το κύπελλο το πήρε».
Αν συνεχίζονται τα λάθη στέλνει τους διαιτητές στο «ψυγείο»: «Υπάρχει πάντα το διάστημα που πρέπει ο διαιτητής να μην ορίζεται ανάλογα με το λάθος του. Δεν πρέπει να δημοσιοποιείται αυτό το διάστημα. Δεν είναι τιμωρία, είναι το ντεφορμάρισμα. Αν υπάρχει σκόπιμο λάθος και το δει ο πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας, δεν παίζει καθόλου. Δεν έχω σταματήσει ποτέ να προσπαθώ για τους Έλληνες διαιτητές. Το να βοηθήσεις έναν διαιτητή να σταθεί στα πόδια του, να τον συμβουλέψεις. Δεν είχαμε σταθερότητα στον πίνακα των διεθνών διαιτητών. Ρωτήστε αυτούς που τα κάνανε. Θέλω πω ότι αυτά τα παιδιά αν δεν πάρουν τις ευκαιρίες τους, δεν μπορούμε να ελπίζουμε. Για να πάμε σε ένα Euro, σε ένα Παγκόσμιο, πρέπει να πάμε σε ένα Κ19, ένα Κ21, αυτά πρέπει να κάνουμε».
Αν στη Ρουμανία υπάρχει τοξικότητα όπως στην Ελλάδα: «Υπάρχουν φωνές, κάποια πράγματα, υπάρχουν όμως και τιμωρίες. Παράγοντας που απευθύνεται κατά του διαιτητή του αγώνα, της διαιτησίας, του αρχιδιαιτητή, πάει στην πειθαρχική επιτροπή και τιμωρείται. Και μετά από υποτροπές τιμωρείται και η ομάδα. Στα πλέι άουτ έχω βάλει δύο γυναίκες διαιτητές στο χόρτο και στο VAR. Σε έναν αγώνα ένας παράγοντας μεγάλης ομάδας έκανε σεξιστικό σχόλιο “τι δουλειά έχει η γυναίκα αυτή να τρέχει στο γήπεδο”. Έχω ανθρώπους που ελέγχουν τα ΜΜΕ. Αμέσως πήγε στην πειθαρχική επιτροπή, ο μεγαλομέτοχος τιμωρήθηκε με χρηματική ποινή και η επόμενη υποτροπή του φέρνει -3 βαθμούς στην ομάδα. Την επομένη εβδομάδα σε όλη τη χώρα όλοι οι διαιτητές βγήκαν με μπλουζάκι «καμία διάκριση στο φύλο». Δεν ξαναμίλησε ο πρόεδρος. Όμως διέδωσε ότι θα μεταβιβάσει τις μετοχές στην αδερφή του για να μπορεί να μιλάει άλλα τελικά δεν το έκανε».
Αν υπάρχουν απλήρωτοι ποδοσφαιριστές στη Ρουμανία όπως στην Ελλάδα που είχαμε και αυτοκτονία: «Αυτό είναι απελπιστικό. Η αλήθεια είναι ότι τα γνωρίζω χρόνια αυτά από ανθρώπους που δε θέλω να πω τα ονόματά τους, φίλοι μου ποδοσφαιριστές που υπέφεραν. Αυτό δεν μπορεί να γίνεται σε αυτήν την εποχή, δεν μπορώ να το διανοηθώ. Στη Ρουμανία δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Να ξέρετε ότι ο πρόεδρος των ποδοσφαιριστών είναι μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Ρουμανίας. Έχουμε άριστη σχέση και πάνω σε αυτά τα θέματα δεν υπάρχει διάκριση».
Αν οι Ρουμάνοι διαιτητές είναι καλύτεροι από τους Έλληνες διαιτητές: «Δεν είναι σωστό να μιλήσω εγώ με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Θα πω το εξής. Ο Ίστβαν Κόβατς είναι το Νο 1 γιατί τον επέλεξαν η FIFA και η UEFA, γιατί έπαιξε ημιτελικό Champions League, έπαιξε τελικό Conference League, γιατί ήταν σε τελικές φάσεις Πρωτάθληματων Κ19 και Κ21. Όλα αυτά έχουν δώσει μία πορεία. Κάποτε οι ορισμοί γινόταν γεωγραφικά, ποιος είναι πιο κοντά. Τώρα δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Άρα θεωρώ ότι όσοι βρίσκονται στην ελίτ κατηγορία είναι καλοί διαιτητές. Στην ελίτ κατηγορία βρίσκονται και οι δύο, και ο Κόβατς και ο Σιδηρόπουλος. Όταν ο καθένας ανάλογα με την πορεία που κάνει, με τα αποτελέσματα που φέρνει, με την απόδοσή του, με τη δουλειά, θα πάει και παραπάνω. Σήμερα πήγε ο Κόβατς, αύριο θα πάει ο Σιδηρόπουλος, μεθαύριο θα πάει κάποιος άλλος. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ξέρω και να λέω στους διαιτητές “αξίζεις όταν δουλεύεις”. Στην Ελλάδα δεν έχουμε διαιτητή για τον τελικό του Champions League. Αλλά ούτε εγώ είχα διαιτητή για τον τελικό του Champions League σήμερα. Κάντε λίγο υπομονή έναν χρόνο και μπορεί να έχουμε έναν. Για τη Ρουμανία μιλάω, εκεί δουλεύω. Γιατί ξέρω τους στόχους που βάζω».
Αν σε αυτό παίζει ρόλο και η καλή σχέση που έχει με τον κ. Θεόδωρο Θεοδωρίδη: «Όχι. Ο Θεόδωρος Θεοδωρίδης είναι ένας αξιόλογος παράγοντας στον χώρο του ποδοσφαίρου, αναγνωρισμένος από όλον τον κόσμο. Προσωπικά μπορεί να βρεθούμε τρεις φορές τον χρόνο για 10 λεπτά. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να τον βρεις στο τηλέφωνο, αν είναι Χριστούγεννα ή Πάσχα και αυτή είναι η επαφή μου. Έχει βοηθήσει πάρα πολλούς ανθρώπους, οποίος θέλησε να τον δει τον είδε, δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί. Το πρόβλημα είναι ο χρόνος γιατί είναι πάρα πολλές οι ασχολίες. Για τη διαιτησία ασχολείται ο κ. Ρομπέρτο Ροσέτι και 5 αξιωματούχοι που δουλεύουν αποκλειστικά για την UEFA. Εγώ συνεργάζομαι ως επιτροπή ανάπτυξης, εγώ είμαι υπεύθυνος συντονιστής του προγράμματος ταλέντων και μεντόρων της UEFA και συντονιστής του προγράμματος Core. Στο πρόγραμμα αυτό παίρνουμε όλους αυτούς που προτείνουν οι ομοσπονδίες για να δούμε αν κάποτε μπορεί να γίνουν διεθνείς διαιτητές, δουλεύουμε πάνω σε αυτό το κομμάτι, το έχουμε περιορίσει στο 50%. Γιατί τι κάνουμε; Τη χρυσή ευκαιρία του κάθε διεθνή; Με το που γίνεται κάποιος νέος διεθνής, απευθείας έχει μέντορα. Και τι μέντορα; Κορυφαίους διαιτητές! Είμαι ο συντονιστής αυτού του προγράμματος, κάθε χρόνο παραλαμβάνω τις αναφορές, κάναμε πρώτο σεμινάριο τον Ιανουάριο, θα κάνουμε τώρα το επόμενο. Τι ετοιμάζουμε; Θέλουμε αυτοί οι διεθνείς διαιτητές που γίνανε να μπουν απευθείας στα βαθιά, αυτοί οι διαιτητές που μας στέλνουν οι ομοσπονδίες, αν θα γίνουν διεθνείς να ξέρουμε ότι έχουν τη βάση για να γίνουν. Άρα δουλεύουμε για το αύριο».
Αν ένας καλός διαιτητής πρέπει να έχει παίξει ποδόσφαιρο: «Δεν είναι και απαραίτητο να έχεις παίξει ποδόσφαιρο για να γίνεις καλός διαιτητής. Γιατί στην Ελλάδα ξεκινούσαμε πάντα πολύ αργά τη διαιτησία. Δεν είχαμε ούτε το δικαίωμα να είμαστε ποδοσφαιριστές και να πάμε σε μια σχολή διαιτησίας. Αυτό δεν ισχύει στο εξωτερικό. Μπορείς να είσαι ποδοσφαιριστής, να πάρεις το δίπλωμα του διαιτητή, να είσαι διαιτητής και να παίζεις ποδόσφαιρο στις χαμηλές κατηγορίες. Να κάνεις αυτό που θέλεις και να είσαι και διαιτητής. Εδώ έχουμε σχολές που ξεκινάνε από τα 14, 15, 16, παίζουν τα junior. Άρα τι σημαίνει αυτό; Τον διαιτητή από πού θα τον πάρεις; Από μία ηλικία που είναι 16, 17. Άρα δε θα έχει παίξει και πολύ ποδόσφαιρο. Ο Κόβατς έπαιξε ποδόσφαιρο, ήταν τερματοφύλακας. Έχουμε ένα fast track πρόγραμμα, της γρήγορης ανόδου, που παίρνουμε ποδοσφαιριστές, τους βάζουμε σε ειδικά σεμινάρια ούτως ώστε να ανελιχθούν πιο γρήγορα. Και τώρα έχω έναν διαιτητή Α’ Εθνικής, ποδοσφαιριστή Α’ Εθνικής που κρέμασε τα παπούτσια του. Δεν μπορείς να αγωνίζεσαι ως ποδοσφαιριστής σε επαγγελματική κατηγορία και να είσαι διαιτητής. Σε ερασιτεχνική ναι, αλλά αυτό δεν το είχαμε στην Ελλάδα και νομίζω δεν το έχουμε ακόμη».
Αν υπάρχει διάφορά μεταξύ αντρών και γυναικών διαιτητών στην αντιμετώπισή τους: «Όχι. Έχει άλλες δυσκολίες ένας άντρας και άλλες μια γυναίκα. Το θέμα είναι ότι όταν συμμετέχεις στο ποδόσφαιρο, είτε παίζουν άντρες είτε γυναίκες είναι όλοι κάτω από το πρίσμα του αθλητισμού και όλοι είναι αθλητές και αθλήτριες. Έτσι το βλέπω. Σε ένα παιχνίδι είχαμε τέταρτο γυναίκα διαιτητή, και ένας προπονητής είπε δημόσια: “Εμείς σήμερα παίζαμε ένα παιχνίδι που η ομάδα μας κινδυνεύει να πέσει, η άλλη ομάδα παλεύει να σωθεί, είχαμε γυναίκα τέταρτο και ήμασταν πιο ήρεμοι από ποτέ. Γιατί αυτά που θέλαμε να κάνουμε σε έναν άντρα, δεν μας βγαίνανε. Άρα επέφερε μία ησυχία και το αποδεχθήκαμε”. Είναι εκείνη η στιγμή το πώς θα βγει κάτι αλλά αν δεν υπάρχει καμία διάκριση, υπάρχει για όλους το πεδίο να αγωνιστούν ισότιμα».
Ποια είναι τα δεδομένα στην ποδοσφαιρική Ευρώπη ώστε να εκπροσωπηθούν και οι διαιτητές: «Σε κάποιες περιπτώσεις όπως στη δική μου, ο πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας είναι μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ομοσπονδίας, σε άλλες χώρες με ψήφο σε άλλες χωρίς. Εγώ δεν ήθελα ψήφο και μου το δώσανε γιατί αυτοί είναι οι κανονισμοί. Σε άλλες ομοσπονδίες υπάρχει εκπροσώπηση των διαιτητών από ένα σώμα διαιτητών που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Άρα εκλέγονται μόνο από ένα σώμα διαιτητών και εκεί αντιπροσωπεύονται μέσα στην εκτελεστική επιτροπή. Σε άλλες περιπτώσεις είναι με τις λίγκες που εκεί πλέον είναι μία εταιρία, όπως στην Αγγλία, που μέσα σε αυτήν υπάρχει η ομοσπονδία, έχει διαφορά. Άρα θέματα της Premier League συζητούνται εκεί μόνο για την Premier League. Σε άλλες που υπάρχουν επαγγελματίες διαιτητές η εκπροσώπησή τους γίνεται πάλι από έναν εκπρόσωπο και σε άλλες και καθόλου. Γιατί όπως κάνουμε μία εκτελεστική επιτροπή, υπάρχει το σώμα και λέμε θα συζητήσουμε για τη διαιτησία και καλούμε τον εκπρόσωπο».
Αν οι δύο εκπρόσωποι των Ελλήνων διαιτητών μπορεί να είναι εν ενεργεία διαιτητές ή πρέπει να έχουν έναν ενεργό ρόλο ως παρατηρητές ή ακόμα να είναι και πρώην διαιτητές: «Αυτό που γνωρίζω ως ευρωπαϊκή αντίληψη είναι ότι αυτοί που θα συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο σώμα, στην Ένωση που θα εκπροσωπούν τους διαιτητές, που θα μεταφέρουν τα προβλήματα των διαιτητών, τις προτάσεις τους και οτιδήποτε, αυτός που θα είναι επικεφαλής θα πρέπει να είναι ένα πρόσωπο με ενεργό δράση στη διαιτησία γενικά είτε ως παρατηρητής είτε ως διαιτητής είτε ως εκπαιδευτής. Η αντίληψη είναι ότι δεν πρέπει να είναι απο τον πίνακα των εν ενεργεία διαιτητών της τρέχουσας σεζόν. Μου θυμίσατε κάποιες άλλες εποχές που υπήρχε μία πρόταση στα αγγλικά, το should που είναι το «θα μπορεί» η «θα πρέπει» και στην Ελλάδα κάποτε το κάνουμε «έτσι είναι» και κάποτε το κάνουμε «θα πρέπει». Το «έτσι είναι» είναι το 20% που μπήκε να κάνει την προεδρία στην επιτροπή διαιτησίας. Και ήρθαν παράγοντες κατευθείαν. Δεν υπάρχει κανονισμός, λέω την αντίληψη που υπάρχει και λέει ότι αυτός πρέπει να παράγει έργο στη διαιτησία. Είναι παρατηρητής; Κάνει σχολές; Μαθήματα; Σε ποια κατηγορία; Θα πρέπει να είναι ενεργός στη διαιτησία γενικά. Δεν μπορώ εγώ να ορίσω μοντέλο. Όταν εγώ χρειάστηκε να κάνω τις προτάσεις για να αυξηθούν οι αμοιβές των διαιτητών, κάλεσα από το σώμα των διαιτητών το οποίο έχουμε στην εκτελεστική επιτροπή, υποστήριξα την πρότασή τους, τους άφησα να την παρουσιάσουν, την παρουσίασαν, φύγανε και ψηφίσαμε».
Πόσα χρήματα παίρνει ένας Ρουμάνος διαιτητής: «Ένας Ρουμάνος διαιτητής παίρνει γύρω στα 2000 ευρώ το παιχνίδι αλλά τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής είναι δικά του. Καθαρά τους βγαίνει 1300 με 1500 ευρώ. Εγώ δεν έχω παράπονο, εμένα μου δίνει ζωή αυτό το πράγμα. Όταν σε κάποια φάση τους λέω “τώρα θα παίρνετε πιο πολλά από την επιτροπή διαιτησίας. Διότι σήμερα παίζεις καλά, την άλλη Κυριακή είσαι VAR, την επόμενη Κυριακή παίζεις, μετά είσαι τέταρτος”. Εμείς τι έχουμε κάνει, έχουμε έναν διαιτητή να παίζει κάθε βδομάδα. Αυτό τι είναι; Είσαι επαγγελματίας ανάλογα με τον χρόνο που παίζεις. Άρα εγώ το λέω αμειβόμενοι αλλά έχουμε κάνει έναν επαγγελματικό σχεδιασμό, επαγγελματική εκπαίδευση και ημιεπαγγελματική αμοιβή ή ερασιτεχνική».
Για την αντίληψη ότι αν είναι συμπατριώτες ο διαιτητής και ο VARίστας πιθανόν ο ένας να καλύψει τον άλλον: «Έχω καταλάβει ότι υπάρχει μια λάθος αντίληψη για το VAR. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποια είναι η δουλειά του VAR. Ο VAR δεν είναι εκεί για να προστατεύει τον διαιτητή, δεν είναι εκεί για να ελέγχει τον διαιτητή. Ο VAR είναι εκεί για να προστατεύει το ποδόσφαιρο. Υπάρχουν περιπτώσεις που συνιστά το πρωτόκολλο για το πότε θα επέμβεις, υπάρχουν κριτήρια. Στην Ελλάδα δεν έχω δει ποτέ να αναφέρονται αναλυτικά τα κριτήρια τα οποία χρησιμοποιούνται για να βγει μια κόκκινη κάρτα, ένα πέναλτι, οι τέσσερις κατηγορίες στις οποίες επεμβαίνει το VAR. Λέμε “θα τον στείλει ο VAR τον διαιτητή ”. Δεν τον στέλνει τον διαιτητή ο VAR, το πρωτόκολλο ορίζει πότε ένας διαιτητής θα πάει στο μόνιτορ να ξαναδεί την κατάσταση ότι υπάρχουν στοιχεία που συνιστούν την αλλαγή της απόφασης γιατί και ο VAR λέει στο διαιτητή “σε καλώ για πιθανό χέρι, για πιθανό πέναλτι”. Επίσης έχω μάθει ότι και η βαθμολογία είναι διαφορετική στην Ελλάδα και πρέπει να εναρμονιστεί με την UEFA. Παρέλαβα κι εγώ μια ενημερωτική βαθμολογία πριν από έναν χρόνο και λέω δεν έχει καμία σχέση. Ο βαθμός του VAR ξεκινά από το 7 και όταν κακώς επεμβαίνει πάει στο 6 και όταν καλώς επεμβαίνει πάει στο 8».
Αν ο VARίστας έχει σκοπιμότητα και πειράξει τις γραμμές του οφσάιντ: «Αν πειραχτούν οι γραμμές του οφσάιντ και είναι λάθος, φαίνεται στην τηλεόραση. Είναι το frame την ώρα που θα παιχθεί η μπάλα, πας μπρος-πίσω όπου πρέπει να γίνει και μετά μπαίνει η γραμμή πάνω σε σημείο το οποίο είναι πιο κοντά στη γραμμή. Υπήρχε ένα παράπονο γιατί είχαν μπερδέψει το 3D με αυτό που βλέπανε. Μα στην τηλεόραση δεν μπορείς να δεις το 3D. Το 3D ορίζεται από ένα software, έρχεται και βάζεις τη γραμμή. Αν χάθηκαν βαθμοί από τέτοιο λάθος και είναι σκόπιμο, πρέπει να χαθεί και ο διαιτητής για κάποιες εβδομάδες, μήνες, χρόνια, ανάλογα τι έκανε».
Αν ένας VARίστας χάσει μία κρίσιμη φάση στην οθόνη του πρόκειται για ανθρώπινο λάθος ή συμβαίνει κάτι άλλο: «Ας πούμε ότι είναι ένα πιθανό χέρι. Όταν παίζεται ένα παιχνίδι, ο διαιτητής εκφράζει στο μικρόφωνο την άποψή του για οτιδήποτε βλέπει. Δηλαδή λέει “η μπάλα χτυπάει στο χέρι, για μένα δεν υπάρχει πέναλτι, κάνει αυτήν την κίνηση, είναι ακούσιο, είναι κολλημένο” κλπ. Ακούει ο VAR αυτήν την άποψη. Εάν αυτό δεν έχει να κάνει με την πραγματικότητα και είναι παράβαση θα πρέπει να του πει “πρόσεξε, από τα στοιχεία που μου δίνεις, δεν το βλέπω εγώ, σε καλώ για on field review”. Στη Γερμανία ξεχάσαν έναν παίκτη που ήταν τελευταίος αμυνόμενος και ακύρωσαν ένα γκολ που το έβλεπε και η καντίνα του γηπέδου. Έγινε και στην Αγγλία».
Αν υπάρχει περίπτωση να χτυπηθεί ο παράνομος στοιχηματισμός που μαστίζει το ποδόσφαιρο: «Θα σας πω κάτι που το έζησα από την αρχή που ήμουν εκεί. Ποια είναι η συμφωνία που έχουμε κάνει εμείς γι αυτά τα θέματα. Διαιτητής ο οποίος λαμβάνει το μήνυμα από κάποιον που έχει δόλο, που θέλει να δωροδοκήσει, που θέλει να τον πλησιάσει, ενημερώνει εμένα και τον integrity officer (σ.σ τον διευθυντή ακεραιότητας). Αυτός ο integrity officer έχει αποκλειστική συνεργασία με την Αστυνομία. Φεύγει από μένα η υπόθεση, ξέρω τι ακριβώς έχει γίνει, συνεχίζω να ορίζω τον διαιτητή, έγινε αυτή η ιστορία, κλείστηκε το ραντεβού, πήγε η αστυνομία, τον συλλάβανε και ο διαιτητής την επόμενη χρονιά ανέβηκε στην Α’ Εθνική. Ήταν στη Β’ Εθνική και τον ανέβασα. Και δεν το ανακοίνωσα τότε αλλά δύο χρόνια μετά την τελική απόφαση του δικαστηρίου. Γιατί και εκεί τα δικαστήρια πάνε αργά. Από τότε δεν έχει ακουστεί το οτιδήποτε. Υπήρχε περίπτωση που πήγε διαιτητής να κάνει προπόνηση και τον πλησίασε κάποιος. Το κατήγγειλε, έγινε αυτό, τιμωρήθηκε η ομάδα, δεν ανέβηκε κατηγορία. Ότι υπάρχει ο παράνομος στοιχηματισμός είναι δεδομένο, υπάρχουν τόσα συμφέροντα. Υπήρχαν περιπτώσεις διαιτητών που το βλέπεις, έκανε μπαμ. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που δεν φαίνονται ή δεν έχουν ανακαλυφθεί. Θα δώσω το μήνυμά μου. Κανένας δεν ευτύχησε μόνιμα μετά από ένα τέτοιο γεγονός. Όποιος ανακατεύτηκε, είχε μία προσωρινή ευτυχία και μετά μία τρομερή δυστυχία. Γιατί αυτά είναι τα εγκλήματα του στοιχηματισμού».
Αν για να ανελιχθεί κανείς στη διαιτησία χρειάζεται δημόσιες σχέσεις και αν υπάρχει έλλειμα δημοσίων σχέσεων στην ελληνική διαιτησία: «Δε νομίζω ότι οι δημόσιες σχέσεις θα σε βοηθήσουν. Όταν κάνεις ένα λάθος, δεν υπάρχει περίπτωση ούτε οι ίδιες οι δημόσιες σχέσεις σου να σε βοηθήσουν. Θα σας πω τι συμβαίνει. Πως μπορεί να εμπιστευτεί μια UEFA ή μια FIFA έναν διαιτητή που έχει τρία παιχνίδια, δεν έχει τα κορυφαία παιχνίδια όταν ξεκινάει ένα πρωτάθλημα. Άρα οι Έλληνες διαιτητές πρώτα από όλα αδικούνται από την έλλειψη αγώνων στη χώρα τους. Δεύτερον, υπάρχουν τόσα προγράμματα στα οποία ο μέντορας στέλνει την αναφορά του, καταλαβαίνουμε τι γίνεται, παρακολουθείται, πόσοι διαιτητές έχουν πάει και έχουν δει παρατηρητή τον Ροσέτι, τον Βλάντο Σάιν, τον Κάιπερς σε μικρά παιχνίδια. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ενδιαφέρονται να δουν ποιο είναι το μέλλον. Ψαχνόμαστε, πρέπει άμεσα να βρούμε τους επόμενους ελίτ. Έχουμε πρόβλημα. Γιατί το λέμε αυτό; Γιατί υπάρχουν πάρα πολλές διοργανώσεις, πρέπει να τους δούμε όλους και θεωρώ ότι οι δημόσιες σχέσεις μόνο, δεν αρκούν».
Αν πιστεύει ότι όταν οι Έλληνες παράγοντες μιλούν για το 50-50 το εννοούν: «Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Τι νόημα έχει να μπορείς να επενδύεις, να μπορείς να θες να μπουν επενδυτές στο ποδόσφαιρο, εάν βασικά πράγματα δεν έχουν γίνει. Στο τέλος λέμε “πάμε να ξεκινήσουμε από το μηδέν”. Αυτήν την ιστορία την ακούω τόσα χρόνια. Γιατί να ξεκινήσουμε από το μηδέν, δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε από το 5 και να πάμε στο 8; Άρα στο 5 πρέπει να υπάρχει ένα αυτονόητο. Όταν εμείς ακόμα και το αυτονόητο το διαπραγματευόμαστε, δεν έχουμε μέλλον με τίποτα. Και να πω και κάτι άλλο. Ότι ο Έλληνας διαιτητής που δεν έχει αγώνες στα πόδια του, δεν μπορεί να παίξει έξω. Δίνονται παιχνίδια. Ποιο είναι το πρόβλημα. Εγώ το βίωσα αυτό. Είμαι από μία Ελλάδα και έπαιξα ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, έπαιξα Euro, πήγα σε όλες τις διοργανώσεις. Έβλεπα όμως κάθε μέρα τι γινόταν. Πάλευα μόνος μου. Όταν δεν πήγαινα καλά, περίμενα ότι δεν μπορώ να παίξω μετά. Αλλά το ένιωσα και το ένιωσαν κι άλλοι. Εμείς στην Ελλάδα δεν πας καλά, “έλα ρε, κάνε κάτι να πάει”. Πώς θα πάει, αφού δεν έχει πάει καλά. Άρα άμα δεν φτιάξουμε το αυτονόητο μη κοιτάμε να φτιάξουμε άλλα».
Ο Κύρος Βασσάρας πρόσθεσε για την εκπροσώπηση της διαιτησίας: «Υπάρχει και μία άλλη αντίληψη ότι αυτός ο άνθρωπος που θα εκπροσωπεί, πέραν της ενεργής του δράσης στο παρελθόν στο χορτάρι, της ενεργής του δράσης ως παράγοντας της διαιτησίας, δηλαδή παρατηρητής, εκπαιδευτής κλπ., θα μπορεί να είναι και ένα άτομο το οποίο να είναι δικηγόρος, να έχει κάποια επιστημονική βάση. Γιατί αυτός ο άνθρωπος θα μεταφέρει, θα πρέπει να γνωρίζει, να μιλάει, να δουλεύει, να παρουσιάζει. Δεν πάμε έναν και τον βάζουμε όπου να ‘ναι».
Κλείνοντας, ο κ. Βασσάρας είπε: «Όσον αφορά τι πρέπει να γίνει. Αν δεν σταματήσει αυτή η τοξικότητα, δε σταματήσει να σκεφτόμαστε όλα τα σκόπιμα, αν δεν μπούνε κανόνες. Εγώ όταν ανέλαβα τη διαιτησία το 2009 ή το 2010 πήγαμε να τρέξουμε τα τεστ και έρχεται ένας διαιτητής και με ρωτάει “Κ. Βασσάρα πού τερματίζω;”. Και του λέω “εκεί που τερμάτιζες τόσα χρόνια”. Όταν καθιερώσαμε τις εξετάσεις, κάποτε οι εξετάσεις δινόντουσαν, ένα χαρτάκι 300 άτομα την ίδια ερώτηση ο ένας δίπλα στον άλλον. Κι αυτό λεγόταν γραπτές εξετάσεις. Βάλαμε κριτήρια, βάλαμε βαθμούς. Έχασα φίλους μου ή φίλους του πατέρα μου γιατί κόπηκαν στα τεστ. Και τι να κάνω δηλαδή; Και αυτό το έχω ζήσει».