Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

Η απάντηση

 Του Γρηγόρη Ιωάννη Ιωαννίδη 

 Καθηγητή Αθλητικού Δικαίου 

Σε απάντηση της ανώνυμης ανάρτησης από εισαγγελικό λειτουργό στην Ελλάδα, θα ήθελα να καταθέσω τα ακόλουθα:

 Οποιαδήποτε και αν είναι η αντίληψη του καθενός για τον Πειθαρχικό Κώδικα της ΕΠΟ, συμπεριλαμβανομένου και του υπογράφοντος, παραμένει ένας θεσμοθετημένος Κώδικας, και σύμφωνα με τις γενικές αρχές της διεθνούς διαιτησίας (international arbitration) και τις γενικές και ειδικές αρχές του Ποδοσφαιρικού Δικαίου και του Αθλητικού Δικαίου (football law and sports law), παραμένει ένας Κώδικας ο οποίος δεσμεύει όλες τις πλευρές που τον έχουν αποδεχθεί (ΕΠΟ, ομάδες, ποδοσφαιριστές κλπ).

 Συνεπάγεται ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις, όσο «παράλογες» και «καταχρηστικές» μπορεί να φαίνονται στον οιονδήποτε, είναι διατάξεις τις οποίες τις έχουν αποδεχθεί οι εν λόγω ομάδες που αγωνίζονται στο ελληνικό πρωτάθλημα, ως προϋπόθεση συμμετοχής τους σε αυτό. Επομένως, θα πρέπει να υπάρχει ακολουθία και εφαρμογή αυτών των κανόνων από την αθλητική δικαιοσύνη, για να αποφευχθούν ασύμβατοι παραλληλισμοί για το τι εστί δικαιοσύνη.

 Καταλήγοντας, είναι συνετό, δημόσια πρόσωπα, και δη λειτουργοί της Εισαγγελίας να μην προβαίνουν σε δηλώσεις οι οποίες προβλέπουν ή κατευθύνουν αποτέλεσμα απόφασης της αθλητικής δικαιοσύνης, ειδικά όταν αυτές γίνονται ανώνυμα και δίχως να συνοδεύονται από νομικούς κανόνες και εμπεριστατωμένους συλλογισμούς που να επεξηγούν και να επικυρώνουν τη θέση που προβάλλεται. Τέτοιες δηλώσεις

 

  1. Μπορούν να δημιουργήσουν λάθος εντυπώσεις (ο μη νομικά εκπαιδευμένος εγκέφαλος μπορεί να παράξει διάφορους συσχετισμούς) και να φέρουν το θεσμό της αθλητικής δικαιοσύνης σε ανυποληψία.
  2. Να δημιουργήσουν την λανθασμένη εντύπωση ότι Κώδικες ποδοσφαιρικής αθλητικής δικαιοσύνης μπορούν να μεταβληθούν χωρίς πρωτύτερη νομοθετική ρύθμιση, για όφελος της ‘δικαιοσύνης’ και να επιτρέπουν παράλληλα την παραβίαση των ορίων της δικαστικής δημιουργικότητας.
  3. Να προτρέψουν, αθλητικούς δικαστές και τα μέρη μιας Συμφωνίας να σπάσουν και να αλλάξουν τους όρους μιας συμφωνίας χωρίς παράλληλη συνεννόηση και αποδοχή της αλλαγής των όρων μεταξύ ΟΛΩΝ των πλευρών (Alteri stipulari nemo potest).

 Συμπερασματικά, μπορεί ο εν λόγω Πειθαρχικός Κώδικας να μην είναι αρεστός, μπορεί να είναι ‘σκληρός’, αλλά είναι ένας συμπεφωνημένος και θεσμοθετημένος Κώδικας ο οποίος πρέπει να εφαρμοσθεί (dura lex sed lex).

 Τονίζω ότι οι απόψεις μου είναι προσωπικές και δεν αντιπροσωπεύουν κανένα οργανισμό η θεσμό με τον οποίο μπορεί να έχω επαγγελματική σχέση.