Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Ο Β.Γ. που καταδικάστηκε για "πόθεν έσχες"

Αριθμός 1040/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Τακτικού Αντιπροέδρου Μιχαήλ Θεοχαρίδη, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 14/2012 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου) Βιολέττα Κυτέα – Εισηγήτρια, Ευτύχιο Παλαιοκαστρίτη, Κυριακούλα Γεροστάθη και Βασίλειο Φράγγο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Β. Γ. του Χ., κατοίκου…, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1998/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέξταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Οκτωβρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1194/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως ως προς τον 2ο λόγο και β) να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως ως προς τον 1ο λόγο.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Τα άρθρα 24 έως και 29 του Ν. 2429/1996 τα οποία αναφέρονται στα πρόσωπα που υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση της περιουσιακής καταστάσεως, στην προθεσμία υποβολής, στο περιεχόμενο αυτής και δη τα αναγραφόμενα – δηλούμενα περιουσιακά στοιχεία (των υποχρέου, συζύγου, τέκνων), στις ποινές, σε περίπτωση μη υποβολής της δηλώσεως, επαναδιετυπώθησαν στα άρθρα 1 μέχρι και 4 του Ν. 3213/2003 Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων κ.λπ. του οποίου η ισχύς ήρχισε από της δημοσιεύσεώς του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (31/12/2003). Περαιτέρω κατ’ άρθρο 6 του νόμου αυτού όπως προσετέθη με το άρθρο 4 Ν. 3849/2010 (αφού το αρχικό άρθρο 6 κατηργήθη με το άρθρο 1 παρ. 5).. παρ. 1 υπόχρεος σε δήλωση που παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. παρ. 2 Ο υπαίτιος των παραπάνω πράξεων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτομένης περιουσίας  … υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ… παρ. 3 Αν οι πράξεις της παραγράφου 1 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Με το άρθρο 10 Ν. 3932/10-3-2011 προσετέθη στην τελευταία αυτή, παρ. 3, δεύτερο εδάφιο κατά το οποίο: «Όμως το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες». Ετι περαιτέρω η κατά το άρθρο 28 Π.Κ. αμέλεια είναι μη συνειδητή, κατά την οποίαν ο δράστης από έλλειψη της προσηκούσης προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και ενσυνείδητη κατά την οποίαν προέβλεψε μεν ότι από την συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, επίστευεν όμως ότι θα το απέφευγε. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 (στοιχ. Δ’ ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διστακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ λόγον αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 1998/2011 απόφασή του, με αναφορά κατ’ είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί τα πράγματα (ότι απεδείχθησαν) τα εξής πραγματικά περιστατικά: «Ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της ΕΠΟ είχε υποχρέωση και πράγματι υπέβαλε δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του ιδίου, της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων του που έπρεπε κατά νόμο να περιέχουν λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά τους στοιχεία μεταξύ δε αυτών και τα χρεόγραφα και τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Όμως αυτός:
Α) Στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2005 την οποία υπέβαλε στην αρμόδια υπηρεσία στις 29.6.2005 δεν δήλωσε την  ύπαρξη στο δικό του όνομα αλλά και της συζύγου του Α. Δ. τον με αριθμ. … κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα ALPHA BANK με υπόλοιπο 15.044.00 ευρώ καθώς και τον με αριθ. … κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα Πειραιώς με υπόλοιπο 19.181.00 ευρώ. Επίσης δεν δήλωσε ότι κατά τον ίδιο χρόνο τηρούσε χαρτοφυλάκιο μετοχών στην εταιρία με την επωνυμία «ΒΟΡΕΙΟΣ ΕΛΛΑΔΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ» αποτελούμενο από 1614 μετοχές ΑΤΤΙΚ, 3000 ΕΛΕΧΑ, 8800 ΙΝΛΟΤ 30 ΚΟΣΜΟ και 410 ΟΤΕ με συνολική καθαρή θέση την ως άνω ημερομηνία υποβολής της δηλώσεως 129.453.72 ευρώ.
Β) Στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης  του έτους 2006 την οποία υπέβαλε στην αρμόδια υπηρεσία στις 2.6.2006 δεν δήλωσε την ύπαρξη των δύο ως άνω κοινών λογαριασμών εκ των οποίων εκείνος της ALPHA BANK είχε υπόλοιπο 4.573 ευρώ και αυτός της Τράπεζας Πειραιώς 47.386 ευρώ καθώς και το τηρούμενο χαρτοφυλάκιο μετοχών στην παραπάνω χρηματιστηριακή εταιρία αποτελούμενο από 1614 τεμάχια ΑΤΤΙΚ, 8.800 ΙΝΛΟΤ, 30 ΚΟΣΜΟ 410 ΟΤΕ και 622 Πειραιώς με συνολική καθαρή θέση 209.198.92 ευρώ.
Γ) Στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2007 την οποία υπέβαλε στην αρμόδια υπηρεσία στις 21.6.2007 με ανακριβή στοιχεία διότι στα εδάφια (Α1 4.1.) που αφορούσε την ύπαρξη χρεογράφων και καταθέσεων σε τράπεζες δήλωσε «ότι δηλώθηκαν στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης το έτος 1999» ενώ άφησε κενό το αντίστοιχο εδάφιο ως προς τη σύζυγό του, στη δε δήλωση περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2000 που ήταν η πρώτη που είχε υποβάλει είχε δηλώσει καταθέσεις ποσών 1.950.000 δρχ. και 2.200.000 δρχ. στις τράπεζες ΙΟΝΙΚΗ και ALPHA ΠΙΣΤΕΩΣ αντίστοιχα καθώς και χαρτοφυλάκιο μετοχών αποτελούμενο από τεμάχια 410 ΟΤΕ, 1000 ΑΤΤΙΚΗΣ, 3000 ΕΛΕΧΑ και 4.400 ΙΝTRALOT, μολονότι είχαν διαφοροποιηθεί τα περιουσιακά του στοιχεία και εκείνα της συζύγου του. Ειδικότερα είχαν αυξηθεί δεδομένου ότι στον 00-2101 144 731 κοινό λογαριασμό στην ALPHA BANKυπήρχε υπόλοιπο 3127 ευρώ καθώς και στον … κοινό λογαριασμό στην τράπεζα Πειραιώς υπήρχε υπόλοιπο 12.805 ευρώ, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο τηρούσε χαρτοφυλάκιο στην ως άνω Α.Ε.Π.Ε.Υ. αποτελούμενο από 1614 τεμάχια μετοχών ΑΤΤΙΚ, 8800 ΙΝΛΟΤ, 30 ΚΟΣΜΟ 410 ΟΤΕ και 777 Πειραιώς με καθαρή θέση 254.922.56 ευρώ. Επίσης  δεν δήλωσε και το ποσό των 7.727.88 ευρώ που είχε κατατεθεί στις 24.2.2006 στον κοινό με τη σύζυγό του τραπεζικό λογαριασμό στην ALPHA BANK και προερχόταν από μερίσματα από τη χρηματιστηριακή εταιρία.
Δ) Στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2008 την οποία υπέβαλε στην αρμόδια υπηρεσία στις 29.5.2008 ανέγραψε «ότι δηλώθηκαν στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης το έτος 1999» άφησε δε κενό το αντίστοιχο εδάφιο ως προς την σύζυγό του, πλην όμως βρέθηκαν κατά τον έλεγχο στο κοινό λογαριασμό της ALPHA BANK 4221000 ευρώ, στο λογαριασμό της Πειραιώς 7.036,00 ευρώ και 1614 μετοχές ΑΤΤΙΚ , 17.600 ΙΝΛΟΤ, 410 ΟΤΕ και 971 Πειραιώς με συνολική καθαρή θέση 245.965.53 ευρώ. Επίσης αυτός δεν δήλωσε την κατάθεση στις 5.9.2007 από την χρηματιστηριακή εταιρία 5.851.46 ευρώ από μερίσματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος στην αρχική δήλωση που υπέβαλε το έτος 2000 δήλωσε κατάθεση στην τότε ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ και νυν Πειραιώς ύψους 1.950.000 δρχ. και στην ALPHA2.200.000 δρχ. που προέρχονταν από εισοδήματά του καθώς επίσης και ποσό 40.000.000 δρχ. μετρητά στα χέρια του. Ακόμα δήλωσε τότε τις εξής μετοχές 1) ΟΤΕ 410, 2) ΑΤΤΙΚΑΤ 1000 3) ΕΛΕΧΑ 3000 και 4) ΙΝΤΡΑΛΟΤ 4.400. Όμως κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο υποβολής της δήλωσης είχα διαφοροποιηθεί τα περιουσιακά του στοιχεία καθώς και εκείνα της συζύγου του ειδικότερα δε είχαν αυξηθεί, διότι ο ίδιος και η σύζυγός του τηρούσαν τον με αριθ. 00-2101-144 731 κοινό λογαριασμό στην τράπεζα ALPHA με υπόλοιπο 42.210 ευρώ καθώς και τον με αριθ. … κοινό λογαριασμό στην τράπεζα Πειραιώς με υπόλοιπο 7.036 ευρώ, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο τηρούσε χαρτοφυλάκιο μετοχών στη χρηματιστηριακή εταιρία με την επωνυμία «Βορείου Ελλάδος Χρηματιστηριακή Α.Ε.Π.Ε.Υ. αποτελούμενο από 1614 μετοχές ΑΤΤΙΚ, 17.600 ΙΝΛΟΤ 410 ΟΤΕ και 971 Πειραιώς με συνολική καθαρή θέση 245.965.53 ευρώ. Επιπλέον στην ίδια δήλωση απέκρυψε έσοδα τα οποία αποκτήθηκαν κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος ποσού 5.851.46 ευρώ διότι δεν δήλωσε ότι από τις μετοχές που αποτελούσαν το χαρτοφυλάκιό του είχε λάβει ω ς μερίσματα το συνολικό ποσό των 5.851.46 ευρώ το οποίο είχε κατατεθεί στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε με τη σύζυγό του στην Τράπεζα ALPHABANK. Ο κατηγορούμενος επίσης δήλωσε στο Ε1 και στο Ε9 κάθε περιουσιακό του στοιχείο από εισοδήματα των αντίστοιχων ετών που σε κάθε περίπτωση υπερκαλύπτουν το σύνολο των ανευρεθέντων ως άνω περιουσιακών στοιχείων. Ενόψει τούτων το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο κατηγορούμενος από αμέλειά του δηλαδή από έλλειψη της επιμέλειας και προσοχής που μπορούσε και όφειλε να καταβάλει παρέλειψε κατά τη σύνταξη των υπεύθυνων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης να περιλάβει τα άνω μη δηλωθέντα ποσά ώστε να είναι ακριβείς μη προβλέποντας το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψής του αυτής. Κατόπιν αυτών και αφού απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι πρέπει να κηρυχθεί ατιμώρητος διότι δεν είχε πρόθεση να αποκρύψει τα εισοδήματά του και να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο και ότι οι άνω υπεύθυνες δηλώσεις έγιναν από τον λογιστή του, ως αβάσιμος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ’ αυτόν παραπάνω πράξεως κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα. Τέλος πρέπει να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο η ελαφρυντική περίπτωση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ διότι αποδείχθηκε ότι μέχρι το χρόνο που έγινε πράξη αυτός έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή».
Με αυτά που εδέχθη το άνω δικαστήριο  διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις ή  λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως κατ’ εξακολούθηση, δια το οποίο και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος , τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 28 παρ. 1, 98 ΠΚ και των άνω άρθρων του νόμου 3213/2003 όπως ισχύει μετά τους νόμους 3849/2010 και 3932/2011, χωρίς ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερείται η απόφαση νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, η ιδιότης του υπό την οποίαν ήτο υπόχρεως να υποβάλλω δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, τα στοιχεία, τα οποία δεν εδήλωσε ή εδήλωσεν ανακριβώς ήτοι του ιδίου, της συζύγου του και της κόρης του, η μη συνειδητή αμέλειά του, αφού από έλλειψη, της επιμελείας και προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, εκ της ανακριβούς, ήτοι δηλώσεως των απαιτουμένων να δηλωθούν περιουσιακών στοιχείων, απορριπτομένης της αιτιάσεως του αναιρεσείοντος ότι, εφ’ όσον έγινε δεκτή η άνευ συνειδήσεως αμέλεια η πράξη του δεν έγινε για να αποκρυβεί η περιουσία του (και έπρεπε να απαλλαγεί ούτος), ως αβασίμου τοσούτον μάλλον καθ’ όσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση της αμελείας, προκειμένου να ορίσει την ποινή, για την υπό την μία ή την άλλη μορφή αυτής τελέσεως του άνω εγκλήματος της ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την απόφαση και περί εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3213/2003, όπως νυν ισχύει) και δη όσον αφορά το είδος της αμελείας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Η επιβαλλομένη υπό των άνω διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς.  Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 170 παραγρ. 2 και 333 παραγρ. 2 ΚΠΔ στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν ή εις την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαίο για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγησή τους, να τους κάνει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένως στην απόρριψή των. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, ανέπτυξε προφορικώς και προέβαλε εγγράφως τον εκ του άνω άρθρου 10 εδ. β’ ισχυρισμό ότι εφ’ όσον η πράξη ετελέσθη εξ αμελείας, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητο, όπερ και εζήτησε, με ελεύθερη ήτοι εκτίμηση, όλων των περιστάσεων, υπό τις οποίες έλαβε χώρα, και δη ότι
«α) οι ανακρίβειες των δηλώσεων ‘πόθεν έσχες’ δεν στόχευαν την απόκρυψη της προέλευσης των περιουσιακών του στοιχείων, ούτε στην αποφυγή καταβολής του οφειλομένου γι’ αυτά φόρου, λόγος και για τον οποίον άλλωστε οι πράξεις αποδίδονται σε αμέλειά του
»β)  ο ίδιος συνεπεία των επιβαρύνσεών του ως δικηγόρου και προέδρου της ΕΠΟ δεν πρόφθανε να ασχοληθεί με την σύνταξη και υποβολή των επίμαχων δηλώσεων, αλλά είχεν επαφεθεί στο λογιστή της ΕΠΟ κ. Η…., όπως ο τελευταίος επιβεβαίωσε στο Δικαστήριο και
»γ) είναι πατέρας πολυμελούς οικογενείας  με έξι (6) παιδιά η υποχρέωση φροντίδας των οποίων τον εβάρυνε ακόμη περισσότερο».
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών απέρριψε τον άνω ισχυρισμόν ως αβάσιμο. Τούτο έπραξεν, ως εκ του πράγματος με την παραδοχή των συγκροτούντων την αντικειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος πραγματικών περιστατικών τα οποία εδέχθη ότι ο κατηγορούμενος επραγμάτωσε και δεν απητείτο επιπλέον ετέρα αιτιολογία διατί δεν τον έκρινε ατιμώρητο.
Συνεπώς ο σχετικός (δεύτερος) λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας από την απόφαση, όσον αφορά την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ, ακολουθίαν όλων αυτών και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινομένη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Πρέπει, μετά ταύτα εδώ να επισημανθεί ότι η κρινομένη υπόθεση δεν καταλαμβάνεται από τη διάταξη του άρθρου 4 Ν. 4043/13-2-2012 και δη το άρθρο 4 αυτού, όπως ο αναιρεσείων (υποστηρίζει με το υπόμνημά του), εφόσον η επιβληθείσα χρηματική ποινή των οκτώ χιλιάδων (8000) ευρώ στον αναιρεσείοντα, έχει εκτιθεί, όπως προκύπτει από τον από 27/10/2011 πίνακα του Εφετείου Αθηνών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Οκτωβρίου 2011 αίτηση του Β. Χ. Γ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1998/2011αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων πενήντα (250).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιουλίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ