Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Στα χρόνια του φόβου

Του Λύσανδρου Γεωργιάδη 

         

Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, (ξανα)διάβασα λίγο Εντουάρντο Γκαλεάνο. Ο Γκαλεάνο (1940-2015, Μοντεβιδέο) ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας, ιστορικός, πολιτικός αναλυτής και διακεκριμένη προσωπικότητα της λατινοαμερικάνικης Αριστεράς.

Έγραψε πολλά άρθρα και βιβλία για τη Λατινική Αμερική, μεταξύ των οποίων γνωστότερα είναι τα: "Las venas abiertas de America Latina" ("Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής", 1971)), "Cronicas latinoamericanas" ("Λατινοαμερικανικά χρονικά", 1972), "Dias y noches de amor y de guerra" ("Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου", 1978), "La trilogiaMemoria del fuego" ("Τριλογία: Μνήμες φωτιάς", 1982-1986), "El libro de los abrazos" ("Το βιβλίο των εναγκαλισμών", 1989), "Patas arriba" ("Ένας κόσμος ανάποδα") κ.α.

Το 1978 τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Casa de las Americas, για το δίτομο έργο του «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», με θέμα τον οικονομικό στραγγαλισμό της Λατινικής Αμερικής από τους αποικιοκράτες την εποχή των ανακαλύψεων και τους Αμερικανούς στη σύγχρονη εποχή, το 1989 με το American Book Award για τις "Μνήμες φωτιάς" (από το Washington University, ΗΠΑ), το 1999 με το Βραβείο Cultural Freedom Award (από το Ίδρυμα Lannan Foundation (Σάντα Φε, ΗΠΑ) και, ακόμη, με το διεθνές βραβείο ανθρωπίνων δικαιωμάτων Global Exchange (2006) και με το σουηδικό βραβείο «Stig Dagerman» (2010).

Στην εργογραφία του Γκαλεάνο εντάσσονται και πολλά άρθρα για το ποδόσφαιρο, το αγαπημένο του σπορ, καθώς και δύο σημαντικά βιβλία, το "Su majestad el futbol" ("Η αυτού μεγαλειότης το ποδόσφαιρο", 1968), "El futbol a sol y sombra" ("Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου", 1995). Στα βιβλία αυτά, ο Γκαλεάνο υμνεί το ποδόσφαιρο και, συγχρόνως, επιτίθεται στους αριστερούς διανοούμενους (της εποχής) που το απορρίπτουν για ιδεολογικούς λόγους, αλλά κατακεραυνώνει και αυτούς που το καπηλεύονται για συγκέντρωση πάσης φύσεως «εξουσίας».

- Στους, εξ υμών, ποδοσφαιρόφιλους συνιστώ να διαβάσουν το βιβλίο «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» (Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1998). Είμαι βέβαιος πως θα γοητευτούν.

Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο (αναφέρεται στον ποδοσφαιριστή, τον «παίκτη», τον πρωταγωνιστή).

Ο ΠΑΙΚΤΗΣ

Ο παίκτης τρέχει λαχανιασμένος πάνω κάτω. Από τη μια μεριά, τον περιμένει η ουράνια δόξα, από την άλλη, η άβυσσος της καταστροφής. Στη γειτονιά του τον ζηλεύουν. Ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής γλίτωσε το εργοστάσιο ή το γραφείο, και τον πληρώνουν για να κάνει το κέφι του· κοντολογίς, κέρδισε τον πρώτο λαχνό. Και παρότι πρέπει να χύνει ποτάμια τον ιδρώτα, χωρίς να έχει δικαίωμα ούτε να κουραστεί ούτε να λαθέψει, φιγουράρει στις εφημερίδες και στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο επαναλαμβάνει το όνομά του, οι γυναίκες αναστενάζουν για χάρη του, και τα παιδιά θέλουν να του μοιάσουν. Εκείνος όμως, που ξεκίνησε να παίζει μπάλα για τη χαρά του παιχνιδιού, στους χωματόδρομους κάποιας φτωχογειτονιάς, τώρα δουλεύει ως παίκτης στα στάδια, με την υποχρέωση να κερδίζει. Οι επιχειρηματίες τον αγοράζουν, τον πουλάνε, τον δανείζουν, κι εκείνος αφήνεται με αντάλλαγμα την υπόσχεση για περισσότερη φήμη και χρήματα. Όσο μεγαλύτερη επιτυχία έχει, και όσο περισσότερα χρήματα κερδίζει, τόσο περισσότερο δέσμιος του συστήματος γίνεται. Υποδουλωμένος, σε στρατιωτική πειθαρχία, υποφέρει καθημερινά το μαρτύριο των εξαντλητικών προπονήσεων, και βομβαρδίζεται από παυσίπονα και κορτιζόνες, που ξεγελούν το κορμί, και κάνουν τον πόνο να ξεχαστεί. Και την παραμονή των σημαντικών αγώνων τον κλείνουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για καταναγκαστικά έργα: άνοστα φαγητά, μεθύσι με νερό, και μοναχικός ύπνος. Στα άλλα ανθρώπινα επαγγέλματα, η δύση έρχεται με τα γηρατειά, όμως ο ποδοσφαιριστής μπορεί να γεράσει και στα τριάντα του. Οι μύες κουράζονται νωρίς: — Αυτός δεν βάζει γκολ ούτε με αίτηση. — Αυτός; Ούτε άμα δέσεις τα χέρια του τερματοφύλακα. Μπορεί και πριν απ’ τα τριάντα, όταν ένα σουτ τον ξαπλώσει άσχημα κάτω, ή του τύχει να υποστεί κάποια σοβαρή θλάση, ή μια κλοτσιά τού τσακίσει ένα κόκαλο ανεπανόρθωτα. Και μια ωραία ημέρα, ο ποδοσφαιριστής διαπιστώνει πως έπαιξε τη ζωή του κορόνα γράμματα, και ότι το χρήμα και η δόξα έχουν κάνει φτερά. Η δόξα, αυτό το πεφταστέρι, δεν του άφησε ούτε ένα γράμμα παρηγοριάς. ( σημ. η υπογράμμιση bold-οποίηση δική μου).

 

- Και, επίσης, ένα απόσπασμα από το βιβλίο του «Ένας κόσμος ανάποδα».

«Γενικευμένη φοβία»

Ζούμε στα χρόνια του φόβου.

Όσοι δουλεύουν φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.

Όσοι δε δουλεύουν φοβούνται μη δε βρουν ποτέ δουλειά.

Όποιος δε φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό.

Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα.

Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να τα πει.

Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων.

Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα.

Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια.

Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ' όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής.
 

Τα παραπάνω γράφτηκαν από τον Γκαλεάνο, το 1978. Αφορούσαν  τον τότε κόσμο. Μήπως ... ; Λέω, μήπως...;

 

«Νυν δ’ υγιαίνετε».

 

Σας εύχομαι ολόψυχα «Καλή Ανάσταση, Καλό Πάσχα», με υγεία, εγκαρτέρηση, ελπίδα, αισιοδοξία