Η χρυσή Ολυμπιονίκης Βούλα Πατουλίδου φιλοξενήθηκε στη «Δίκη στο Open» και μίλησε για το θέμα του ντόπινγκ με τους αιφνίδιους θανάτους αθλητών και την έρευνα της ελληνικής δικαιοσύνης για την υπόθεση.
Αρχικά: «Η αγωνία μας, η αγωνία των ανθρώπων που αγαπούν τον αθλητισμό, που έχουν υπηρετήσει τον πρωταθλητισμό, είναι να μην χάσεις το απόλυτο επιχείρημα ότι πρέπει να γυμναστείς για να έχεις μία καλή ποιότητα ζωής εσαεί. Και ξαφνικά αυτό να καταργείται γιατί κάποιοι ποντάρουν στο να κάνεις πολύ γερό σώμα, να είσαι ωραίος, γρήγορος, δυνατός και χωρίς κανέναν έλεγχο μπορεί να πείσουν το νέο παιδί ότι μπορεί να γίνει υπεραθλητής μέσα σε ένα βράδυ. Εκεί έχουμε πρόβλημα και αυτό είναι αν θα ζεις ή δε θα ζεις. Οπότε περιμένω κι εγώ αν δω αν έχει εντρυφήσει κανείς πιο επισταμένα γιατί πράγματι ο αθλητισμός είναι ό,τι καλύτερο έχουμε».
Για το αποτέλεσμα μιας έρευνας που έδειξε ότι μεγάλο ποσοστό αθλητών θα διακινδύνευε τη ζωή του στο «βωμό» των διακρίσεων: «Είναι πάρα πολύ παλιό αυτό αλλά το λένε με τη βεβαιότητα ότι ποτέ δε θα συμβεί στους ίδιους επειδή είναι ατρόμητοι και άτρωτοι ταυτόχρονα. Οπότε κάποιος άλλος θα πάθει, ποτέ εμείς. Εκεί είναι το μεγάλο πρόβλημα γιατί δεν έχει πειστεί ένας σούπερ αθλητής που μπορεί να κουνήσει βουνά ότι κάτι θα του συμβεί. Ατρόμητος και άτρωτος ταυτόχρονα, όσο τρομακτικό και να ακούγεται αυτό».
Για το αν και γονείς μπορεί να σπρώχνουν τα παιδιά τους προς το ντόπινγκ: «Το πιο τραγικό είναι ότι εκείνο που ξεχνούν οι περισσότεροι, και το λέω με μεγάλη γνώση, είναι ότι η ζωή δεν σταματάει στα 30, στα 32, στα 35, όταν τελειώσει ο πρωταθλητισμός. Από εκεί και πέρα υπάρχουν πολύ ωραίες στιγμές τις οποίες θα πρέπει να είσαι υγιής για να τις ζήσεις, να τις ευχαριστηθείς και να τις απολαύσεις. Όταν ο πρωταθλητισμός έχει ημερομηνία λήξης, η ζωή δεν έχει. Άρα εκείνο που θα πρέπει να είναι πρωτίστως ως προτεραιότητα όλων, είναι να μπαίνουν γεροί άνθρωποι στον αγωνιστικό χώρο και γεροί να βγαίνουν. Είναι βασική προϋπόθεση αλλιώς δεν έχει νόημα καμιά κουβέντα. Βλέπουμε παιδιά 15-20 ετών να φεύγουν από ανακοπή. Εγώ αντιμετώπισα ήδη δύο περιπτώσεις με ιογενή μυοκαρδίτιδα. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, ξέρω ποια ήταν τα αποτελέσματα, την αγωνία που ζήσαμε μαζί με τους γονείς. Η αγωνία τους ήταν πολύ συγκεκριμένη, αν ήταν από κάτι διαφορετικό γιατί ήταν επιβεβαιωμένο ότι αυτά τα παιδιά δεν είχαν ντοπαριστεί. Και λες αν κάτι συνέβαινε – χτύπα ξύλο – ποιος θα ήταν ο ένοχος; Τι μας έχει ξεφύγει; Τι δεν έχουμε κάνει καλά και πλέον βλέπουμε νέους αθλητές να αφήνουν την τελευταία τους πνοή μέσα στους αγωνιστικούς χώρους;».
Για την ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να προμηθευτεί σκληρά αναβολικά μέσω διαδικτύου: «Αυτό είναι το τραγικό. Είναι σαν να λέμε στο δηλητήριο εσύ να έχεις την άμεση πρόσβαση. Γιατί οι κερδοσκόποι εδώ χαίρονται. Ποιος όμως είναι εκείνος που μπορεί να προασπιστεί και να υπερασπιστεί την υγεία των παιδιών; Ξέρουν τι παίρνουν;».
Αν φοβούνται τις ποινικές συνέπειες όσοι καταφεύγουν στο ντόπινγκ: «Το μόνο που νοιάζει έναν αθλητή, και επειδή υπάρχει μια πώρωση όταν είσαι εκεί αφοσιωμένος, είσαι «καλόγερος» όταν κάνεις πρωταθλητισμό, δεν υπάρχει άλλη ζωή για σένα, η μεγαλύτερη τιμωρία είναι να σου αφαιρέσουν τη δυνατότητα να είσαι μέσα στον αθλητικό χώρο. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω αν φοβούνται και τί φοβούνται, γιατί εγώ πορεύτηκα σε πολύ συγκεκριμένες διαδρομές και αξίες. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν υποθετικό και δεν μου αρέσει να μιλάω με “θα”. Ο αθλητής είναι ταγμένος 365 μέρες τον χρόνο σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα μπας και πετύχει την κατάργηση των ορίων. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Η κατάργηση των ορίων μπορεί να τον οδηγήσει στο βάθρο και στη διάκριση. Αν κάποιος πάει μόνο για τη διάκριση, δε θα προλάβει να ξεκινήσει και να πάει παραπέρα. Είναι το όνειρο και η διαδρομή».
Για την έρευνα της ελληνικής δικαιοσύνης για τους αιφνίδιους θανάτους αθλητών και το ντόπινγκ: «Χαίρομαι και εύχομαι να μη σταματήσει εκεί. Να μην είναι μόνο κάναμε μία έρευνα, διαπιστώσαμε κάποια πράγματα κι από εκεί και πέρα να δούμε τι θα κάνουμε. Θα ήθελα πραγματικά να υπάρχει και το παραπέρα γιατί όταν υπάρχει μια «ασυδοσία» στο πώς διακινούνται όλα αυτά, μπορεί ο καθένας, από τον πιο μικρό και αθώο μέχρι τον πιο μεγάλο και ψαγμένο να προμηθευτεί, να τρομάξει και να μην τα ακουμπήσει. Το πιο τρομακτικό είναι ότι ακόμα και στα ΑΜΕΑ υπάρχει διακίνηση αυτών των ουσιών. Άρα δεν ξέρω αν η αγωνία που έχουμε όλοι για την επόμενη μέρα, γιατί εγώ τράβηξα μια διαδρομή την οποία γυρίζοντας πίσω καταλαβαίνω και τις σκοτεινές και τις φωτεινές γωνιές της και το να βλέπεις κάποιον άλλον και να τον θαυμάζεις και να λες “πώς τα κατάφερες εσύ” και να θες να πλησιάσεις. Αλλά ίσως πιο καθαρά, και επιμένω σε αυτό, γιατί βλέπω ως φορέας διοίκησης ότι έχουμε χάσει την αξιοπιστία μας. Ο σκοπός είναι να έχεις, όσο μπορείς, αυτοί που διοικούν τον αθλητισμό, την αξιοπιστία εκείνη ώστε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο παίρνοντας τα μικρά παιδιά να πεις “δε θα πάρεις μια ασπιρίνη και αύριο θα είσαι ο μεγάλος πρωταθλητής, το σίγουρο είναι ότι θα είσαι μέσα σε ένα φέρετρο”. Δεν ξέρω εάν θα έχει χειροπέδες ή όχι αλλά το σίγουρο είναι ότι δε θα έχεις μια καλή ζωή. Εάν μπορούμε αυτό να το κάνουμε λίγο πιο καθαρό, ίσως με αυτήν την έρευνα και τη συνέχεια της να πετύχουμε κάτι πολύ καλύτερο και να έχουμε περιορίσει τη δική μας αγωνία για τα νέα παιδιά».