Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

ΝΕΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: Ανύπαρκτες – ανυπόστατες οι αποφάσεις της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών της ΕΠΟ και οι αρμόδιοι σιωπούν!

Απόφαση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού της 4.6.2007, όπως είναι αναρτημένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών "ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ" του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (αναζήτηση ως "γνωμοδότηση νομικών υπηρεσιών διοίκησης", άρ. απόφασης 4/2007, πρόεδρος Στ.Κουτελιδάκης, εισηγητές: Γ.Σιμόπουλος, Ζ.Χατζηχαλκιάς, μέλη: Γ.Σιμόπουλος, Α.Κοτσίρης, Ε.Πουρναρα):
 "Κατά το άρθρο 95 του ν. 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 του ν. 3057/2002 και το άρθρο 13 του ν. 3262/2004, οι οικονομικές διαφορές που προκύπτουν από τις συμβάσεις μεταξύ αθλητών ή προπονητών και αθλητικών ανωνύμων εταιριών ή αθλητικών σωματείων που διατηρούν τμήματα αμειβομένων αθλητών, εάν δεν ορίζεται διαφορετικά με ρητό όρο της σχετικής σύμβασης, επιλύονται διαιτητικά από τις Επιτροπές Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών. Οι επιτροπές αυτές είναι όργανα μόνιμης διαρκούς διαιτησίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, συνιστώνται και διέπονται από τα προβλεπόμενα σε κανονισμό που κατ' άρθρο 87 του ίδιου νόμου δημοσιεύεται με απόφαση του αρμοδίου υπουργού στην εφημερίδα της κυβερνήσεως και οι τελεσίδικες αποφάσεις τους αποτελούν δεδικασμένο και είναι εκτελεστοί τίτλοι, κατά την έννοια του άρθρου 904 παρ. 2 περίπτ. β' του ΚΠολΔ. Οι επιτροπές αυτές συντίθενται οι μεν πρωτοβάθμιες από πέντε μέλη, ήτοι ένα Πρόεδρο Πρωτοδικών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ως πρόεδρο, δύο πρωτοδίκες της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ως μέλη, ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου του οικείου επαγγελματικού συνδέσμου ή της οικείας ολομέλειας των τμημάτων αμειβομένων αθλητών και έναν εκπρόσωπο των αθλητών ή κατά περίπτωση των προπονητών, οι δε δευτεροβάθμιες, επίσης από πέντε μέλη, ήτοι ένα Πρόεδρο Eφετών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ως πρόεδρο, δύο εφέτες της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ως μέλη, ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της οικείας ομοσπονδίας και ένα εκπρόσωπο των αθλητών ή κατά περίπτωση των προπονητών.
Κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του ν. 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 3075/2002 και το άρθρο 16 του ν. 3262/2004, η εγγυητική επιστολή, την οποία καταθέτουν στην επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού οι αθλητικές ανώνυμες εταιρίες και η οποία αφορά στην καλή εκτέλεση των υποχρεώσεών τους που προκύπτουν από τις διατάξεις του ιδίου ως άνω νόμου, «καταπίπτει υπέρ απαιτήσεων κατά σειρά αθλητών, προπονητών ή άλλων τρίτων που προκύπτουν από τελεσίδικες αποφάσεις των Επιτροπών Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών του άρθρου 95 του παρόντος νόμου ή άλλους εκτελεστούς τίτλους, με απόφαση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού».
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής που κατατίθεται στην Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού από τις Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρίες για την καλή εκτέλεση των υποχρεώσεών τους έναντι αθλητών, προπονητών ή άλλων τρίτων, απαιτείται προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση των Eπιτροπών Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών του άρθρου 95 του ν. 2725/99, όπως οι Επιτροπές αυτές προβλέπονται και συγκροτούνται κατά το άρθρο αυτό, ή άλλοι εκτελεστοί τίτλοι.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 867 εδάφ. β' του ΚΠολΔ, οι εργατικές διαφορές, όπως είναι και εκείνες που δημιουργούνται μεταξύ αθλητών ή προπονητών και αθλητικών ανωνύμων εταιριών από τις συμβάσεις παροχής αθλητικών υπηρεσιών (ΕφΑθ 1556/94, ΕλλΔνη 35.1108) «δεν μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία», εκτός βεβαίως αν προβλέπεται τούτο με νεότερο νόμο, όπως είναι η μεταγενέστερη του ΚΠολΔ ως άνω διάταξη του άρθρου 95 ν. 2725/1999, με την οποία και στερήθηκαν τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας προς επίλυση των διαφορών αυτών (βλ. ΕφΑθ 602/95 ΔΕΝ 52.26 και ΕφΑθ 5937/03 ΕλλΔνη 45.189). Αν παρά την άνω απαγορευτική διάταξη του άρθρου 95 οι διαφορές αυτές υπαχθούν είτε με συμφωνία των συμβαλλομένων μερών (αθλητών ΑΕΕ) είτε με ειδικό ρητό όρο των καταστατικών των Ενώσεων Αθλητικών Ανωνύμων Εταιριών ή αθλητικών ομοσπονδιών, όχι μόνο σε διαφορετικής σύνθεσης επιτροπές διαιτησίας, αλλά και σε επιτροπές που ούτε συνεστήθησαν ούτε διέπονται από τον κανονισμό του άρθρου 87 του ν. 2725/94, εφόσον η σύσταση αυτών δεν προβλέπεται από νεότερο νόμο, οι αποφάσεις τους, εκδοθείσες πάνω σε αντικείμενο που δεν μπορούσε να υπαχθεί σε διαιτησία είναι ανύπαρκτες κατά την έννοια του άρθρου 901 παρ. 1 περίπτ. β' ΚΠολΔ (Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία - Γενικές Αρχές, τεύχος 20, Αθήνα 1994, υπό το άρθρο 901, σελ. 563, ΕφΑθ 73/84, ΕλλΔνη 25.376) και δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα, ούτε βεβαίως παράγουν δεδικασμένο, ούτε αποτελούν εκτελεστούς τίτλους, όπως ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 95 του ν. 2725/1999, ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 του ίδιου νόμου για την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής υπέρ αθλητών, προπονητών ή άλλων τρίτων, ζήτημα που οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως (πρβλ. Κ. Μπέη, ό.π. υπ' άρθρ. 901, σελ. 565, OλΣτΕ 3134/1989, Δ. Δίκη 2.181 και ΣτΕ 1596/2004 ΝοΒ 53.2037) η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού προκειμένου να διαπιστώσει την κατ' άρθρο 78 παρ. 1 του ν. 2725/99 ύπαρξη εκτελεστού τίτλου και να αποφασίσει αναλόγως σχετικά με την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Δεν πρόκειται δηλαδή για άκυρες αποφάσεις που παράγουν τα αποτελέσματά τους μέχρι να ακυρωθούν μετά από προσβολή τους με ένδικα μέσα, αλλά για ανύπαρκτες διαιτητικές αποφάσεις, αφού εκδόθηκαν επάνω σε αντικείμενο που δεν μπορούσε να υπαχθεί σε διαιτησία, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 867 εδάφ. β' και 901 παρ. 1 περίπτ. β' του ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι περιεχόμενο της συμφωνίας των συμβαλλομένων πλευρών, κατ' άρθρο 95 παρ. 1 ν. 2725/99, δεν μπορεί να είναι η επιλογή άλλου διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά μόνον ο αποκλεισμός των υπό του άρθρου 95 προβλεπομένων επιτροπών, έτσι ώστε τα πολιτικά δικαστήρια να καταστούν αρμόδια για την επίλυση των σχετικών διαφορών.
Περαιτέρω, με το άρθρο 29 παρ. 12 του ν. 3479/2006 ορίζεται ότι «ειδικά για το άθλημα του ποδοσφαίρου, όλα τα θέματα λειτουργίας και οργάνωσης του αθλήματος της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και των μελών της ρυθμίζονται αυτόνομα από την ΕΠΟ και τα όργανά της σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς της, καθώς και αυτούς που καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου, ακόμη και αν προβλέπονται διαφορετικές ρυθμίσεις στο ν. 2725/1999, όπως ισχύει, και στην εν γένει αθλητική νομοθεσία. Θέματα οικονομικού ελέγχου για τις επιχορηγήσεις που λαμβάνει η ΕΠΟ από το κράτος, ελέγχου νομιμότητας, δημόσιας τάξης και ασφάλειας υπόκεινται στην αποκλειστική ρυθμιστική αρμοδιότητα του κράτους». Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι η ανάθεση «δικαιοδοτικού» έργου δεν συνιστά θέμα «λειτουργίας» ή «οργάνωσης» του ποδοσφαίρου ή «θέμα» της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας ή των μελών αυτής, αλλά ζήτημα που αφορά αποκλειστικά είτε στην ίδια την πολιτεία (άρθρο 87 του Συντάγματος), είτε στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους (άρθρο 8 του Συντάγματος) αναμφίβολα προκύπτει ότι με την ενλόγω διάταξη δεν εισήχθη για το άθλημα του ποδοσφαίρου ειδική και αντίθετη ρύθμιση από εκείνη του άρθρου 867 εδάφ. Β' του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 1556/1994, ΕλλΔνη 35.1108). Κατά συνέπεια η οργάνωση και λειτουργία από την ενλόγω ομοσπονδία, μόνιμης (θεσμικής) διαιτησίας για την επίλυση των εργατικών (αθλητικών) διαφορών μεταξύ αθλητών και Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιριών δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στην ενλόγω διάταξη. Με την υπό κρίση αίτησή του (αριθμ. πρωτ. 33/12.02.07) ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής S. M. αιτείται την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής της ΠΑΕ ΑΣ Λ. προκειμένου να ικανοποιηθεί χρηματική αξίωσή του 11.000 ευρώ. Η αξίωση αυτή προήλθε από την παράλειψη της ενλόγω ΠΑΕ να του καταβάλει, με βάση το μεταξύ τους καταρτισθέν συμβόλαιο, παροχές συνολικού ύψους 5.267 ευρώ και βασίζεται στην υπ' αριθμ. 40/2007 απόφαση της Διαιτητικής Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ (Διαιτητικό Δικαστήριο Εφέσεων της ΕΠΟ).
Η Eπιτροπή αυτή δεν συνεστήθη, ούτε και διέπεται από τον προβλεπόμενο από το άρθρο 87 του ν. 2725/1999 κανονισμό, συγκροτήθηκε δε από έναν εφέτη ως πρόεδρο και δύο δικηγόρους ως μέλη. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για ένα «διαφορετικό» μόνιμο και διαρκές διαιτητικό δικαστήριο, εκτός του πλαισίου του ν. 2725/1999, η συγκρότηση του οποίου αποφασίστηκε την 18.8.2006 στην έκτακτη γενική συνέλευση των ενώσεων μελών της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ). Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των προεκτεθέντων η υπ' αριθμ. 40/2007 απόφαση της ως άνω επιτροπής, στην οποία βασίζεται η κρινόμενη αξίωση του αιτούντος επαγγελματία ποδοσφαιριστή ως τελεσιδίκως επιδικασθείσα, δεν αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 του ν.2725/1999, εκτελεστό τίτλο και κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί".
Η ΕΕΑ που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ο σημαντικότερος ρυθμιστικός και ελεγκτικός βραχίονας της κυβέρνησης και της πολιτείας γενικότερα στον επαγγελματικό αθλητισμό, δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα τη νομολογία της για την ΠΕΕΟΔ της ΕΠΟ.
Παράλληλα η υπόθεση ερευνάται εδώ και λίγες εβδομάδες, αρμοδίως, από την τακτική Δικαιοσύνη.
Άραγε ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ.Τσιάρας, ο υφυπουργός Αθλητισμού Λ.Αυγενάκης, ο πρόεδρος της ΕΕΑ Ν.Τζουλάκης, ο πρόεδρος της ΕΠΟ Β.Γραμμένος, ο πρόεδρος της SL1 Μ.Λυσάνδρου, ο πρόεδρος του ΠΣΑΠ Γ.Μπαντής και ο ίδιος ο πρόεδρος της ΠΕΕΟΔ Β.Ανδρόνικος, δεν θα έπρεπε να έχουν ήδη αντιδράσει απέναντι σ’ αυτή τη θεσμική ανωμαλία;