Μία πολύ ενδιαφέρουσα νομική ημερίδα έγινε προχθές στη Θεσσαλονίκη. Για την ποινική αντιμετώπιση των τυχερών παιχνιδιών μίλησαν εισαγγελείς, αστυνομικοί, δικηγόροι και ειδικοί.
Υπήρξε μία κοινή συνισταμένη, η οποία λειτουργεί διαπιστωτικά την τελευταία τριετία. Ο παράνομος στοιχηματισμός κάνει πολύ μεγαλύτερους τζίρους από το νόμιμο και το ελληνικό κράτος χάνει ετησίως 5 δισ. ευρώ.
Παρότι το ηλεκτρονικό έγκλημα πλέον αντιμετωπίζεται με σύγχρονες μεθόδους, ο κλέφτης εξακολουθεί να είναι ένα βήμα μπροστά από τον αστυνόμο. Εκπλήσσουν οι τεχνικές που αναπτύσσουν οι παράνομοι στοιχηματζήδες και καταφέρνουν να ξεφεύγουν από την τσιμπίδα του νόμου.
Μέσα σ’ όλα αυτά υπάρχει και η ολιγωρία της Πολιτείας η οποία δεν φρόντισε να δημιουργήσει ασφαλιστικές δικλείδες, ακόμα κι όταν εντόπιζε αυτόν που παρανομούσε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο εντοπισμός της στοιχηματικής εταιρείας που εξαπατούσε τους παίκτες και η αδυναμία των αρχών να της βάλουν λουκέτο! Ο νόμος δεν καθορίζει με ακρίβεια τη δυνατότητα των αστυνομικών και εισαγγελικών αρχών σε ό,τι αφορά το κλείσιμο τέτοιων εταιρειών, όπως για παράδειγμα κάνει με νυχτερινά μαγαζιά ή με εστιατόρια.
Υπάρχει και κάτι άλλο: Η φοροδιαφυγή των στοιχηματικών εταιρειών γίνεται μέσα του στοιχηματικού παραδείσου της Μάλτας, η οποία διαθέτει την κατάλληλη τεχνική υποδομή ώστε ο ελληνικός φοροεισπρατικός έλεγχος να μην αποδίδει.
Η κυβέρνηση εδώ και περίπου τρεισήμισι χρόνια μαγειρεύει ένα νομοθέτημα για τα τυχερά παιχνίδια, το οποίο όλο το φέρνει στη Βουλή και ποτέ δεν το φέρνει. Είναι τόσο μεγάλα τα διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα και τόσο εύθραυστες οι επιχειρηματικές ισορροπίες που χρειάζεται τεράστια πολιτική βούληση για να τακτοποιηθεί το θέμα των τυχερών παιχνιδιών στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση το κράτος χάνει πολύ μεγάλα έσοδα και οι παίκτες του στοιχήματος μετρούν καθημερινά την απώλεια της αξιοπιστίας και το άδειασμα της τσέπης τους.