Στη «Δίκη στο Open» φιλοξενήθηκε ο καθηγητής αθλητικού δικαίου και νομικός σύμβουλος της FIFA για το ελληνικό ποδόσφαιρο Γρηγόρης Ιωαννίδης και μίλησε για το ζήτημα των οφειλών προς τους ποδοσφαιριστές και τι ισχύει στο εξωτερικό.
Αναλυτικά όσα είπε ο καθηγητής αθλητικού δικαίου Γρηγόρης Ιωαννίδης:
«Όταν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του κανονιστικού δικαίου της FIFA και του εθνικού δικαίου, υπερισχύουν οι κανόνες της FIFA. Είναι ξεκάθαρο, έχει εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, το έχει πιστοποιήσει και το Ανώτατο Αθλητικό Δικαστήριο της Λωζάνης (CAS), δεν υπάρχει αμφιβολία. Ξεκαθαρίζω δύο σημεία προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Πρώτον, η ανάλυσή μου στηρίζεται στην προσωπική μου άποψη η οποία απορρέει από το ερευνητικό μου έργο, δεν εκφράζω απόψεις τρίτης πλευράς. Δεύτερον, επειδή η Ελλάδα διανύει μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, οι απόψεις μου δεν προσπαθούν να μειώσουν κάποια πολιτική παράταξη. Βασίζονται αποκλειστικά στη νομική μου σκέψη. Το ξεκαθαρίζω γιατί στην Ελλάδα κολλάμε ταμπέλες ότι αυτός είναι «μπλε», «πράσινος», «κόκκινος» κλπ. Είναι καθαρά επιστημονικό έργο, που βασίζεται σε νομικές σκέψεις, στις αποφάσεις του CAS και χωρίς παρέμβαση από κανέναν.
Στο πρώτο σημείο της έρευνας, συμπεραίνουμε ότι υπάρχει κυβερνητική παρέμβαση στη διοίκηση του ποδοσφαίρου. Κατανοούμε την προσπάθεια των εκάστοτε κυβερνήσεων να πατάξουν τη διαφθορά στον χώρο του ποδοσφαίρου, όμως αυτή η προσπάθεια γίνεται με τρόπο αντίθετο προς το κανονιστικό δίκαιο της FIFA. Έχοντας μελετήσει τη νομοθετική ρύθμιση για το ποδοσφαιρικό μητρώο όπως και τις ερμηνευτικές διατάξεις και το σκεπτικό του νομοθέτη καθώς και τις ρυθμίσεις για τις εκλογές των Ενώσεων όπως και τις υπουργικές αποφάσεις για μερική και σκοπευμένη χρηματοδότηση συγκεκριμένων ΠΑΕ της Super League 2, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι κανόνες της FIFA και το καταστατικό της περί πολιτικής παρέμβασης στο αυτοδιοίκητο μιας ομοσπονδίας έχουν παραβιαστεί.
Το δεύτερο και το τρίτο σημείο είναι αλληλένδετα. Στο δεύτερο σημείο, η πρότασή μας είναι ότι η ΕΠΟ θα πρέπει να δώσει ξεκάθαρες οδηγίες προς τα δικαστικά της όργανα και μέσω νομοθετικής και κανονιστικής παρέμβασης και να τα υποχρεώσει να ακολουθούν τους κανόνες της FIFA. Το παράδειγμα με το θέμα της αθλητικής διαδοχής και του νόμου Κοντονή είναι τρανό. Δεν νοείται δικαστικά όργανα αθλητικών ομοσπονδιών ανά την υφήλιο να εφαρμόζουν τους κανόνες της FIFA και τα ελληνικά δικαστικά όργανα να κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Καλό θα ήταν αυτά τα όργανα να στελεχωθούν με νέους δικαστικούς οι οποίοι έχουν γνώσεις γενικού και ειδικού αθλητικού δικαίου και δη του δικαίου του ποδοσφαίρου.
Τελειώνοντας, το τρίτο σημείο στο ερευνητικό μας έργο προτείνουμε στην ΕΠΟ να εφαρμόσει μία συγκεκριμένη πολιτική στο θέμα των αποφάσεων των δικαστικών της οργάνων. Λέμε, δηλαδή, τα δικαστικά όργανα της ΕΠΟ να λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες δεν είναι νομικά λανθασμένες και αυτό θα γίνει εφόσον ακολουθήσουν τη νομολογία του CAS και φυσικά τους κανόνες της FIFA. Ως αποτέλεσμα, όταν τα δικαστικά όργανα της ΕΠΟ δεν ακολουθούν αυτές τις αποφάσεις του CAS αποκλίνουν από τον υπόλοιπο νομικό κόσμο του αθλητικού δικαίου».
Για το ότι οι ξένοι λαμβάνουν το 100% των δεδουλευμένων τους ενώ οι Έλληνες το 50%, βάσει της ελληνικής νομοθεσίας: «Πρόσφατα εκπροσωπήσαμε έναν Έλληνα ποδοσφαιριστή ο οποίος αγωνίζεται στο εξωτερικό στον οποίο δεν είχε πληρωθεί το συμβόλαιο και με αίτηση στη FIFA και μετά στο CAS καταφέραμε και κερδίσαμε την υπόθεση και ο ποδοσφαιριστής πήρε τα χρήματά του και μάλιστα και τον νόμιμο τόκο. Είναι κάτι πάρα πολύ άδικο και η πρότασή μας είναι το Σώμα των Ελλήνων ποδοσφαιριστών να μπορέσει συστηματικά, συγκροτημένα και μεθοδικά να πλησιάσει τη FIFA και να ασκήσει πιέσεις μέσω των ένδικών μέσων που παρέχει η FIFA και με πειστικό και περιεκτικό λόγο να ζητήσει την άμεση παρέμβαση της FIFA. Φυσικά, εδώ ο ρόλος της ΕΠΟ είναι σημαντικός. Θα πρέπει και η ΕΠΟ να θεσπίσει αυτούς τους κανόνες οι οποίοι θα επιτρέπουν στους Έλληνες ποδοσφαιριστές αν δεν είναι ικανοποιημένοι από την απόφαση ενός ελληνικού δικαστικού οργάνου, να μπορούν να την προσβάλλουν στη FIFA ή στο CAS. Αλλά βέβαια φαντάζομαι υπάρχουν πολιτικές πιέσεις από τις ΠΑΕ οι οποίες φυσικά δε θέλουν κάτι τέτοιο για να μπορέσουν να συνεχίσουν το έργο τους στο να μην πληρώνουν τους ποδοσφαιριστές».
Ποιος καλύπτει τα νομικά έξοδα ενός απλήρωτου ξένου ποδοσφαιριστή στην Ελλάδα που θα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα: «Εξαρτάται από τον ποδοσφαιριστή. Όταν ένας ποδοσφαιριστής δεν μπορεί να βρει χρήματα για νομική υποστήριξη υπάρχει το όργανο των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών το οποίο ουσιαστικά θα βοηθήσει αυτούς τους ποδοσφαιριστές να βρουν νομική συνδρομή αλλά υπάρχουν και κανόνες, υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες οι οποίες δεν επιτρέπουν στις ομάδες να αφήνουν απλήρωτους τους ποδοσφαιριστές. Και όταν ένας ποδοσφαιριστής, ο οποίος θεωρείται εργαζόμενος όπως είναι και οι υπόλοιποι, δεν είναι απλώς κάποιος που κλωτσάει μια μπάλα, θα πρέπει να προστατευτεί. Και όταν ένας ποδοσφαιριστής δεν πληρώνεται, τότε εφαρμόζεται ο κανόνας. Και ο κανόνας ουσιαστικά λέει ότι θα πρέπει να υπάρξει αφαίρεση βαθμών και να υπάρξει και τιμωρία στις μεταγραφές».
Σε μία τέτοια περίπτωση πώς θα πάρει τα χρήματά του ένας ποδοσφαιριστής και αν μπορεί να κάνει «κατάσχεση εις χείρας τρίτου»: «Αυτό έχει σχέση με το αστικό δίκαιο. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, γίνεται. Η FIFA όμως δε μπορεί να δημιουργήσει κανόνες οι οποίοι θα εμπίπτουν στο αστικό δίκαιο μιας συγκεκριμένης χώρας. Είναι παράλογο αυτό. Αυτό που κάνει η FIFA με τους κανόνες που δημιουργεί, και δεν μιλάμε μόνο για την αφαίρεση βαθμών, μιλάμε για μεταγραφικές απαγορεύσεις, προσπαθεί να δημιουργήσει οικονομική πίεση στις ομάδες ούτως ώστε να συνετιστούν και να πληρώσουν τα συμβόλαια προς τους ποδοσφαιριστές».
Ποιος είναι ο ηθικός αυτουργός σε όλη αυτή την κατάσταση και ποιο τα κίνητρό του: «Υπάρχουν πολλοί ηθικοί αυτουργοί. Όλοι είμαστε υπεύθυνοι, και οι δικηγόροι, και οι πρόεδροι των ομάδων, και αυτοί που διοικούν τις λίγκες, και αυτοί που διοικούν τις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες. Όσον αφορά τους δημοσιογράφους, υπάρχουν αυτοί που κάνουν καλά τη δουλειά τους και αυτοί που δεν την κάνουν. Θα πρέπει να καθίσουμε όλοι μαζί και να συζητήσουμε για να δούμε ποιο είναι το πρόβλημα. Όταν υπάρχει αυτή η εξέλιξη του προβλήματος στην Ελλάδα, και δεν είναι μόνο η Ελλάδα γίνεται και στην Τουρκία, είναι πολύ διαδεδομένο το… «σπορ» και εκεί όπως και στη Βουλγαρία. Όταν δεν υπάρχει καμία εξέλιξη σε θέματα κανονιστικού δικαίου, τότε αναγκαστικά επεμβαίνει η κυβέρνηση για να λύσει το πρόβλημα. Και για μένα μεγάλη ευθύνη έχει και η εκάστοτε κυβέρνηση γιατί όταν δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, δεν απομένει παρά να τεθεί θέμα ενώπιον της FIFA».
Αν η εκάστοτε κυβέρνηση δε θέλει να «τραβήξει το χαλί» στους μεγαλοπαράγοντες του ποδοσφαίρου με τους οποίους ενδέχεται να διατηρεί πελατειακή σχέση: «Ίσως να είναι έτσι. Γι αυτό είπα ότι είμαστε όλοι ηθικοί αυτουργοί. Γιατί δεν κάνουμε απολύτως τίποτε, θα πρέπει να βγούμε και να φωνάξουμε ότι πρέπει να δοθεί μία λύση. Δεν μπορείς να έχεις ποδοσφαιριστές να αφαιρούν τη ζωή τους επειδή φοβούνται ότι θα χάσουν το σπίτι τους ή επειδή δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους. Αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα. Γι αυτό είπα προηγουμένως ότι πρέπει να δημιουργηθούν συγκεκριμένοι κανόνες μέσα από την ΕΠΟ και θα πρέπει οι ποδοσφαιρικές εταιρίες να συμφωνήσουν στη δημιουργία αυτών των κανόνων ούτως ώστε οι ποδοσφαιριστές να προστατεύονται. Όταν δεν υπάρχουν ποδοσφαιριστές δεν υπάρχει και άθλημα».
Για τους εξειδικευμένους δικαστές στα δικαιοδοτικά όργανα της FIFA και της UEFA: «Αυτό είναι το σωστό. Δεν βλέπω τον λόγο να υπάρχουν αρεοπαγίτες, πρέπει να υπάρχουν δικαστές που να έχουν τις γνώσεις στο γενικό και στο ειδικό αθλητικό δίκαιο και αν θα δείτε και τη σύνθεση του CAS, είναι πολύ λίγοι εκείνοι που είναι εν ενεργεία δικαστές. Οι περισσότεροι είναι δικηγόροι οι οποίοι εξειδικεύονται στο αθλητικό δίκαιο, έχουν μεταπτυχιακά, διδακτορικά στο αθλητικό δίκαιο, στο δίκαιο του ποδοσφαίρου, του αντιντόπινγκ κλπ. οι οποίοι αναδεικνύονται μετά από πολλά χρόνια υπηρεσίας. Κάνουν την αίτηση στο CAS και μετά από κάποιες συγκεκριμένες συνεντεύξεις και εξετάσεις, τους δίνεται η δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις σε θέματα αθλητικών διαφορών».