Του Γρηγόρη Ιωάννη Ιωαννίδη, δικηγόρου στο Sports Law Expert
Η ανεξέλεγκτη κατάσταση με τα απλήρωτα χρέη των ομάδων προς τους εργαζομένους ποδοσφαιριστές διογκώνεται με έναν απαράδεκτο τρόπο και έχει πλέον μετατραπεί από ένα πρόβλημα αθλητικού δικαίου, σε ένα σοβαρό κοινωνικό-οικονομικό πρόβλημα.
Κάθε πρόβλημα απαιτεί και μια οριστική λύση και είναι γεγονός ότι η λύση αυτού του προβλήματος βρίσκεται στο κανονιστικό πλαίσιο της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Το πλαίσιο αυτών των κανόνων, το οποίο οι ποδοσφαιριστές έχουν αποδεχθεί μονομερώς, ως αποτέλεσμα της εργασιακής τους σχέσης με τις ομάδες τους, εφαρμόζει περιορισμούς στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καθώς οι δυνατότητες έφεσης των ποδοσφαιριστών περιορίζονται μόνο σε εθνικό επίπεδο. Σημειώστε όμως ότι τέτοιοι περιορισμοί αφορούν μόνο στους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Επίλυση διαφορών που αφορά αλλοδαπούς ποδοσφαιριστές που εργάζονται στην Ελλάδα, μπορεί, σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο, να προσβληθεί απευθείας στο Ποδοσφαιρικό Δικαστήριο της FIFA και μετέπειτα στο Ανώτατο Αθλητικό Δικαστήριο της Λοζάνης, λόγω της ‘διεθνούς’ φύσης των υποκειμένων της διαφοράς που προβλέπεται στο κανονιστικό πλαίσιο. Τούτο συνεπάγεται αυτομάτως μια διάκριση κατά των Ελλήνων ποδοσφαιριστών.
Αυτή η διάκριση συναντάται επίσης και στην περίπτωση που μια ΠΑΕ έχει αλλάξει ΑΦΜ, όπου υποχρεούται, σύμφωνα με τον «νόμο Κοντονή», να πληρώσει μόνο το 50% τους χρέους του προηγούμενου νομικού προσώπου (με το αρχικό ΑΦΜ) προς τους ενάγοντες Έλληνες ποδοσφαιριστές. Οι αλλοδαποί ποδοσφαιριστές, στον αντίποδα, μπορούν να διεκδικήσουν το 100% των χρεών.
Κατά συνέπεια, ένας ουδέτερος παρατηρητής μπορεί να συμπεράνει ότι Έλληνες και αλλοδαποί ποδοσφαιριστές έχουν διαφορετικά δικαιώματα, ενώ αγωνίζονται στο ίδιο εθνικό πρωτάθλημα και κάτω από συγκεκριμένες δεσμευτικές επιταγές κανονιστικού πλαισίου που επιβάλει η FIFA στις εθνικές ομοσπονδίες.
Καταλήγοντας, αυτοί οι δικονομικοί τραγέλαφοι και οι διακρίσεις/ανισότητες κατά των Ελλήνων ποδοσφαιριστών διογκώνονται περισσότερο, χωρίς καμία λογική δικαιολογία, καθώς τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα στην Ελλάδα δεν εξετάζουν σχεδόν ποτέ τη νομολογία του ΚΑΣ και του Ποδοσφαιρικού Δικαστηρίου της FIFA. Το αποτέλεσμα είναι να αποκλίνουν επικίνδυνα από τις γενικές και ειδικές αρχές του Διεθνούς Αθλητικού Δικαίου, αλλά και από τις δεσμευτικές πτυχές του κανονιστικού πλαισίου της FIFA. Τα εν λόγω πειθαρχικά όργανα τείνουν επιπλέον να εφαρμόζουν τον «νόμο Κοντονή», ο οποίος αντιτίθεται στο κανονιστικό πλαίσιο της FIFA, με αποτέλεσμα να βάζει την ΕΠΟ σε μια επικίνδυνη πορεία σύγκρουσης με αυτή, καθώς το καταστατικό της πρώτης (και η νομολογία του ΚΑΣ) ξεκάθαρα προβλέπει ότι, σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες της FIFA, τότε οι τελευταίοι υπερισχύουν.
Κλείνοντας, τονίζουμε ότι το πρόβλημα με τα χρέη προς τους Έλληνες ποδοσφαιριστές μπορεί να λυθεί άμεσα με αλλαγή του κανονιστικού πλαισίου, το οποίο μπορεί να σχεδιαστεί με συμμετοχή όλων των πλευρών και ειδικών τεχνοκρατών. Επίσης, οι πειθαρχικές επιτροπές πρέπει να αποτελούνται από ειδικούς επιστήμονες, καταρτισμένους στο διεθνές αθλητικό δίκαιο και στη διεθνή διαιτησία.
Η λύση του προβλήματος είναι τόσο διαχειρίσιμη και εύκολη, που δεν χρειάζεται το απλό να γίνεται δύσκολο. Ας ακολουθήσουμε τον Επίκτητο:
«'Ωσπερ το ευθύ ευθέως ου δείται, ούτως ουδέ το δίκαιον δικαίου»