Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, Ιωάννης Μπούγας, μίλησε στη «Δίκη στον ΣΚΑΪ» για τους αργούς ρυθμούς απονομής δικαιοσύνης και την υπόθεση παράνομου στοιχηματισμού.
Αναλυτικά όσα είπε:
Για την καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης με αφορμή την υπόθεση Τζήλου: «Οι ρυθμοί απονομής πρέπει να είναι ταχύτεροι και πρόσφατα το Υπουργείο παρενέβη σε ό,τι αφορά την διαδικασία με στόχο να επιταχυνθεί για να συνδέεται η ποινή στη συνείδηση το κόσμου με το αδίκημα. Για να γίνει αυτό πρέπει να θυμάται ο κόσμος το αδίκημα. Μετά από την παρέλευση 5-10 ετών δεν μπορεί να συμβεί αυτό και χάνεται η παιδαγωγική έννοια της ποινής. Βέβαια, πρέπει να πω ότι με πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση όλα τα αδικήματα που τελούνται είτε σε αθλητικούς χώρους, είτε κοντά σε αυτούς, έχουν προτεραιότητα, για να είναι γρήγορη η απονομή και να συνδέεται με την ποινή.
Ο νόμος θεσμοθετήθηκε το 2022 και στην υπόθεση Καμπανού είχαμε πρωτόδικη απόφαση σε λιγότερο από μία διετία, άρα η διάταξη έφερε αποτελέσματα. Από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο έχουν επιβληθεί ισόβια. Η υπόθεση Λυγγερίδη είναι σοβαρή, είναι πολλοί οι εν δυνάμει κατηγορούμενοι και χρειάζεται προσοχή. Είναι σύνθετη υπόθεση μέχρι να φτάσει στο ακροατήριο».
Για την υπόθεση παράνομου στοιχηματισμού: «Εχουμε μία διαδικασία στο στάδιο της ανάκρισης, δεν έχουμε φτάσει στη δίκη για να δούμε πόσοι θα είναι οι κατηγορούμενοι. Σε κάθε περίπτωση, στον χρόνο που πήγε η υπόθεση στην κύρια ανάκριση, είτε την έπαιρνε η ανακρίτρια που αποχώρησε, είτε ένας άλλος, δεν επέρχεται καμία καθυστέρηση.
Είναι μία έρευνα που διεξάγεται από την Ιντερπόλ και δεν αφορά μόνο την χώρα μας, αλλά και ακόμη τέσσερις χώρες. Η χρέωση των δικογραφιών δεν γίνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Μπορεί να μην είναι παθογένεια, μπορεί να είναι μία αδυναμία που να έχει να κάνει με την χρέωση στην συγκεκριμένη ανακρίτρια.
Επειδή οι δικαστές παρακολουθούν τις δικογραφίες, έχουν υπόψιν τους την νομοθεσία και τις βλέπουν κατά προτεραιότητα στο στάδιο της ανάκρισης. Είναι και ο χρόνος και το πόσο σημαντική είναι η κάθε μία. Σε αυτή την υπόθεση έχουν εμπλακεί και οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς, συνδράμουν, φυσικά, και οι Έλληνες για να ερευνηθεί σε βάθος γιατί έχει πολλές πτυχές και απασχολεί και την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Η έρευνα, πέρα από την Ελλάδα, έχει απλωθεί σε Σλοβενία, Τσεχία, Σουηδία και Αυστρία, κατά συνέπεια χρειάζονται και πράξεις ανακριτικές που θα λάβουν υπόψιν την έρευνα και νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να αποδώσει πλημμέλεια στις ελληνικές διωκτικές Αρχές, που πρέπει να ερευνήσουν σε βάθος την υπόθεση. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι Έλληνες δικαστές κάνουν σφάλματα».
Για τους αθλητικούς δικαστές: «Έχει απασχολήσει αυτό το θέμα. Από τα δικαιοδοτικά όργανα ένας μεγάλος αριθμός απασχολείται στα όργανα της αθλητικής δικαιοσύνης. Συνολικά απασχολούνται 42 δικαστές από το Πρωτοδικείο της Αθήνας και περίπου 100 συνολικά. Αυτό αφαιρεί χρόνο από το δικαιοδοτικό έργο των δικαστών και δεν υπάρχει χρόνος πλήρους εξειδίκευσης. Μας απασχολεί το αν πρέπει να αντικατασταθούν από καθηγητές νομικών σχολών και συνταξιούχους δικαστές, για να έχουμε, παράλληλα, και εξειδικευμένη αθλητική δικαιοσύνη και να απαλλαγούν οι δικαστές από αυτές τους τις υποχρεώσεις».
Για τις ποινές: «Η ελληνική νομοθεσία είναι σοβαρή στις κυρώσεις. Εξάλλου είναι σημαντικοί για το ελληνικό δημόσιο οι πόροι από τις αθέμιτες μεθόδους, αλλά το βασικό είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη να μην κλείνει καμία υπόθεση χωρίς να έχει ερευνηθεί κάθε πτυχή. Η υπόθεση του παράνομου στοιχηματισμού, σε όλα της τα σημεία θα διερευνηθεί πλήρως».
Για το αν τίθεται θέμα αλλοίωσης του πρωταθλήματος: «Μπορεί παράλληλα και χωρίς να περιμένει να κινηθεί, μαζί με την ποινική διαδικασία, να κινηθεί και η πειθαρχική. Η ποινική κινείται σε άλλο επίπεδο. Είναι μία παράμετρος η αλλοίωση, όμως, οι ανακριτές δεν μπορούν να το έχουν κατά νου. Οφείλουν να καταλήγουν σε έναν συγκεκριμένο χρόνο στο πόρισμά τους. Η πειθαρχική έρευνα που μπορεί να κινηθεί παράλληλα και έχει έναν βαθμό αποδεικτικής ωριμότητας, μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά τα θέματα».
Για την έλλειψη εμπιστοσύνης του κόσμου στην ελληνική δικαιοσύνη: «Μας ανησυχεί η έλλειψη εμπιστοσύνης και η κυβέρνηση καταβάλλει προσπάθειες, πρώτον για να βελτιώσουμε την απονομή και δεύτερον για να την επιταχύνουμε. Προσέξτε όμως. Στο πνεύμα τη ταχύτητας δεν μπορούμε να θυσιάσουμε την πραγματική έρευνα. Σε αυτή την υπόθεση εμπλέκονται 170 ύποπτοι. Για κάθε ένα από αυτά τα άτομα πρέπει να γίνει συγκεκριμένη έρευνα, για να καταλάβουν οι δικαστές τι έχει συμβεί. Εμπλέκονται πραγματογνώμονες κι άλλοι άνθρωποι και αυτό φέρνει μία καθυστέρηση. Η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει υπερβεί τον χρόνο».
Κατέληξε λέγοντας για την παραβατικότητα των ανηλίκων: «Τα αναμορφωτικά μέτρα είναι μέχρι 15 ετών, μετά σε κάποιες περιπτώσεις είναι σωφρονιστικά. Πιστεύω ότι θα συνεργαστούν και οι ΠΑΕ για να πετύχουμε τον σκοπό της ειδικής πρόληψης για τα παιδιά που παραβιάζουν τον νόμο. Του Καμπανού και του Λυγγερίδη τα περιστατικά δεν έγιναν εντός αγωνιστικών χώρων, το ιδιώνυμο προβλέπει και για τα αδικήματα εκτός».