Οι ρίζες της διαπλοκής ποδοσφαίρου-πολιτικής.
Όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα στο χώρο του ποδοσφαίρου, αποτελούν το δέντρο, τη μικρή εικόνα. Aυτά που συμβαίνουν στο ποδόσφαιρό μας τα τελευταία τριάντα χρόνια, αποτελούν το δάσος, τη μεγάλη εικόνα. Αν θέλουμε να δούμε μόνο το τωρινό σύμπτωμα και όχι τις χρόνιες παθογένειες, εθελοτυφλούμε. Και εδώ βρίσκει εφαρμογή το ότι «κανείς δεν είναι πιό τυφλός από αυτόν που δεν θέλει να δεί».
Μιά από αυτές τις παθογένειες, είναι και η σχέση πολιτικής και (ανθρώπων του) ποδοσφαίρου. Από την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και μετά, τη δεκαετία του ‘80, όταν τα κόμματα διαπίστωσαν πως ο χώρος του αθλητισμού, και ειδικότερα του ποδοσφαίρου, προσφέρει μιά ευρύτατη δεξαμενή ψήφων, ο κομματισμός εναγκαλίστηκε μέχρις ασφυξίας τον αθλητισμό. Οι αρχαιρεσίες στις αθλητικές ομοσπονδίες αποτέλεσαν προέκταση της κομματικής αντιπαράθεσης και η εκλογή φίλα προσκείμενης διοίκησης ήταν επιβεβαίωση κομματικής επικυριαρχίας. Η αντίληψη αυτή διέτρεχε ολόκληρο το ποδοσφαιρικό στερέωμα, από τις μεγάλες ΠΑΕ μέχρι και το μικρό σωματείο στο τελευταίο χωριό της επικράτειας. Στην αφετηρία αυτής της «διαπλοκής» πολιτικής και ποδοσφαίρου, το πάνω χέρι το είχε η πολιτική. Επιδίωξή της ήταν να κηδεμονεύει τον χώρο του ποδοσφαίρου, ώστε να μπορεί να εξαργυρώνει αυτή την κηδεμονία με αντίκρισμα κομματικά-εκλογικά οφέλη.
Εισβολή «επιχειρηματιών». «Νέα εποχή» για το ποδόσφαιρο.
Τα πράγματα άλλαξαν, επί τα χείρω, όταν η «πελατεία» του ποδοσφαίρου μπήκε στο στόχαστρο προσώπων και σχηματισμών πολύ πιό «σκληρών» από τα κόμματα. Όταν επιχειρηματίες, τζογαδόροι, VIPS, αλλά και υπόκοσμος, αντιλήφθηκαν ότι οι τεράστιες μάζες των ανθρώπων που παθιάζονται με το ποδόσφαιρο και με την ομάδα τους, αποτελούν συγχρόνως και τεράστιες κερδοφόρες αγορές αλλά, επίσης, και πολύτιμη(κοινωνική) ασπίδα προστασίας από έναν αφοσιωμένο «στρατό», το ποδόσφαιρο έγινε ένα «παιχνίδι εξουσίας». Οι επενδυτές, πραγματικοί ή δήθεν, διεκδίκησαν από την πολιτική(κυβέρνηση-κόμματα) το πάνω χέρι στη μεταξύ τους σχέση. Με όπλο, τονστρατό των οπαδών της ομάδας τους και την (άμεση ή έμμεση) απειλή πως μπορούν να τον καθοδηγούν και να τον στρέψουν εναντίον τους, αν δεν εξασφάλιζαν μιά προνομιακή μεταχείριση σε όλα τα επίπεδα της δραστηριότητάς τους. Στην απειλή αυτή, φαίνεται πως η πολιτική ενέδωσε ( χαριστικές ρυθμίσεις, εκκαθαρίσεις, φωτογραφικοί νόμοι κ.α.). Αν μη τι άλλο, το περίφημο «πολιτικό κόστος» την οδήγησε σε υποχώρηση και στη συνομολόγηση μιάς υπόγειας συμφωνίας « το’ να χέρι νίβει τ’ άλλο».
Όμως, αυτή η ανατροπή του συσχετισμού δύναμης στο δίπολο πολιτική-ποδόσφαιρο, άλλαξε ραγδαία και την εσωτερική «εντροπία» στο χώρο του ποδοσφαίρου. Το παιχνίδι «χόντρυνε». Ο διαγκωνισμός για τον έλεγχο του χώρου του ποδοσφαίρου έγινε αδυσώπητος και το διακύβευμα τεράστιο, αφού ο κυρίαρχος θα συγκέντρωνε δύναμη ικανή να σαρώνει κάθε αντίσταση στην προώθηση των πάσης φύσεως στόχων και επιδιώξεών του. Όπερ και εγένετο. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έγινε άθυρμα στις διαθέσεις του εκάστοτε «μονοκράτορα» και μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα, όπου δεν απέμεινε χώρος για δημοκρατία και ισονομία, αλλά κατίσχυσε το δίκαιο (και η ιταμότητα) του δυνατού, ενώ οι ενδεείς αδύνατοι, ως δορυφόροι και κομπάρσοι ή επιλεκτικοί «σύμμαχοι», εκλιπαρούν προκειμένου να περισώσουν κάποια από τα κομάτια της σάρκας τους.
Την κατάσταση αυτή την πλήρωσε με πολύ βαρύ τίμημα το ποδόσφαιρό μας. Η αποδόμηση της θεσμικής άσκησης εξουσίας και η υποκατάστασή της από έκνομα εξωθεσμικά κέντρα, το βύθισε σε κώμα πλήρους ανυποληψίας. Οι φίλαθλοι το εγκατέλειψαν. Του απέμεινε μόνο ένα μέρος των οπαδών, άλλων πρόθυμων προς εκμετάλλευση και άλλων ανυποψίαστων. Του απέμειναν, επίσης, τα προσωνύμια των πρωταγωνιστών του παρασκηνίου. Έτσι, μπήκαν στο λεξιλόγιο της καθημερινής ποδοσφαιρικής συζήτησης, ο «κοκκαλιάρης», ο «θείος», ο «αγαπούλας», ο «χοντρός», ο «μπάρμπα-Θωμάς». Και, βέβαια, η «παράγκα». Μιά παράγκα που, από το 1996 που πρωτοστήθηκε, κανένα πολιτικοαθλητικό «σύστημα», δεν θέλησε πραγματικά να την κατεδαφίσει. Όλοι την έκριναν διατηρητέα...
Νέοι «παίκτες». Αλλαγή σκυτάλης.
Το παιχνίδι όμως έγινε ακόμη πιό χοντρό, όταν εμφανίστηκε «αντίπαλο δέος» που αμφισβήτησε την πολύχρονη προηγούμενη μονοκρατορία. Η τράπουλα ανακατεύτηκε ξανά. Αλλαγή σκυτάλης, αλλά μέσα στην ίδια αχλύ της αδιαφάνειας και της αναξιοπιστίας. Νέες συμμαχίες αναδύθηκαν με στόχο την (ανα)διανομή της εξουσίας. Σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, μάλλον πρόσκαιρες συμπορεύσεις, για συγκυριακά κοινά συμφέροντα ή περιστασιακά μέτωπα στο όνομα και μόνο της αντιμετώπισης του «κοινού εχθρού». Σε πολιτικό επίπεδο, η επιβεβαίωση της διαπλοκής του ποδοσφαίρου με την πολιτική, ως παράγωγο της διαπλοκής της πολιτικής εξουσίας με τους επιχειρηματίες που ελέγχουν (και) το ποδόσφαιρο.
Στη νέα διαφαινόμενη κατάσταση, η πολιτική (=κυβέρνηση) δεν απέκρυψε ότι ενθαρρύνει τους νέους «παίκτες» και συμμαχεί μαζί τους. Εθισμός στη διαπλοκή, με αμοιβαία αντίδωρα. Όμως, πολιτική και ποδοσφαιρική επικαιρότητα, έβαλαν στο παιχνίδι και άλλες διαστάσεις. Η επιχειρηματική πολυπραγμοσύνη και η υπερβολική συγκέντρωση δύναμης από τον νέο «παίκτη» θεωρήθηκε επικίνδυνη, θορύβησε και ενόχλησε πολλούς. Προστέθηκαν και άλλες επιρροές και επεμβάσεις, ακόμη και «έξωθεν», που διατάραξαν την (έτσι κι αλλιώς) ασταθή ισορροπία. Σχέσεις αγάπης και μίσους, με διακυμάνσεις, από το ζενίθ στο ναδίρ. Και μεταπτώσεις, από τη θέση του προνομιακού συνομιλητή-«εταίρου» σε ανεπιθύμητο (πλέον) και απόβλητο. Με το δύσμοιρο ποδόσφαιρο να σύρεται σ’ αυτή την πορεία, ως παρακολούθημα αυτής της διαπλοκής. Ασφαλώς δε, και ως το μεγάλο θύμα της.
Έχει μέλλον το ποδόσφαιρό μας;
Και, κάτω από αυτές τις συνθήκες, «ποιό είναι το μέλλον του ποδοσφαίρου μας;», θα διερωτηθεί κανείς. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν προσχωρώ στη μουσειακή αντίληψη να επιστρέψει το ποδόσφαιρό μας στον ερασιτεχνικό του χαρακτήρα, ώστε να απαλλαγεί από τους πολύφερνους «επενδυτές» και να απαγκιστρωθεί από τη μέγκενη της πολιτικής.Η ρετρό «επιστροφή στις ρίζες» που υπαγορεύεται από αποθηκευμένες ιδεοληψίες του παρελθόντος, ισοδυναμεί με καταστροφική απομόνωση από το νέο παγκόσμιο περιβάλλον που έφερε τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο στο επίκεντρο της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Και, όπως τα κράτη δεν μπορούν πλέον να απομονωθούν από τον υπόλοιπο κόσμο στα περίκλειστα τείχη του δικού τους «γαλατικού χωριού», έτσι και το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να κλειστεί έξω από τα τείχη της οικονομίας και της διεθνοποίησης των αθλητικών λειτουργιών. Στο σύγχρονο αυτό περιβάλλον, είναι απολύτως συμβατή η αθλητική ιδεολογία αρχών με την επιχειρηματική επένδυση και τη θεμιτή επιδίωξη οικονομικού κέρδους. Όμως, με νόμους και κανόνες που να διασφαλίζουν ότι καθαροί επενδυτές θα προωθούν καθαρό αθλητικό ανταγωνισμό, με καθαρό αθλητικό προϊόν και με καθαρότητα στη διαχείρισή του. Και, παράλληλα, να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που διαπλέκει την πολιτική με το ποδόσφαιρο και νοθεύει τα παραπάνω, βγάζοντας το άθλημα στη «διατίμηση» της πολιτικής αγοράς.
Μπορεί, άραγε, αυτό να συμβεί; Φοβούμαι πώς όχι. Γιατί οι μόνοι που το επιθυμούν είναι οι υγιείς φίλαθλοι. Συντριπτική η (σιωπηλή) πλειοψηφία τους, μεν. Είναι παντελώς αδύναμοι να το επιβάλουν, δε.
Πότε και μόνον θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Αν συνέτρεχαν ταυτόχρονα δύο προϋποθέσεις. Πρώτη, το ποδόσφαιρό μας, με τα θεσμικά του όργανα ( ανέκαθεν όμως απρόθυμα ή/και αδύναμα ή/και υπό πολιτική κηδεμονία), να θελήσει να θωρακιστεί με πλήρεις και αυστηρούς κανονισμούς και με αξιόπιστα όργανα επιβολής και ελέγχου της απαρέγκλιτης εφαρμογής τους προς όλες τις κατευθύνσεις. Και δεύτερη (αυτό κι αν δεν είναι δύσκολο), οι επιχειρηματίες-επενδυτές των ΠΑΕ, αποκηρύσσοντας την επιλογή του δεσποτικού μοντέλου της μονοκρατορίας, που οδηγεί σε απληστία και ψευδαίσθηση μεγαλείου, να κατανοήσουν ότι, στον επαγγελματικό αθλητισμό, το όφελος του πρωταγωνιστή, ηθικό και οικονομικό, έχει ουσιαστικό και ανατροφοδοτούμενο αντίκρισμα, μόνον όταν κατακτιέται σε υγιές και συναγωνιστικό περιβάλλον. Άλλωστε, δεν είναι αφελείς, οι πραγματικοί επενδυτές (έστω και αν, ενίοτε, το χρήμα είναι «μαύρο» και πρέπει να ξεπλυθεί) που επενδύουν σημαντικά κεφάλαια σε ομάδες του εξωτερικού προσδοκώντας το κέρδος (τηλεοπτικά δικαιώματα, διαφημιστική αγορά, μεταγραφές κλπ.). Όμως, το επιχειρούν σε ένα ποδοσφαιρικό περιβάλλον αξιόπιστο, θωρακισμένο με κανόνες και ελκυστικό παραγόμενο εμπορικό προϊόν.
Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος... Κόμματα, αθλητικοί οργανισμοί, μεγαλοπαράγοντες, ας τολμήσουν. Εμείς, οι απλοί φίλαθλοι, θα τους παρακολουθούμε και θα τους κρίνουμε, κινούμενοι ως εκκρεμές, από το ένα άκρο (το απαισιόδοξο) που λέει : «Αν ποτέ πεί να ξεβρομίσει αυτός ο τόπος, πολύ φοβάμαι πως θα μείνει μόνον ο τόπος», μέχρι το άλλο (το αισιόδοξο), που απαντάει : «Την ελπίδα τη φτιάχνεις με όση απελπισία σου’ χει απομείνει».
Αυτή την ελπίδα που, για το ελληνικό ποδόσφαιρο, ζει ακόμη εξόριστη στο νησί της ουτοπίας…