Αρχίζω με μιά μικρή αναδρομή στην υποψηφιότητα και εκλογή του προηγούμενου εκλεγμένου Προέδρου της ΕΠΟ, του Θοδωρή Ζαγοράκη. Πολλοί (μεταξύ των οποίων και ο γράφων) ανέμεναν να σημάνει την απαρχή μιάς επανεκκίνησης του ποδοσφαίρου της χώρας μας. Ποτέ άλλοτε, Πρόεδρος της ΕΠΟ δεν ξεκινούσε τη θητεία του με τόσο μεγάλο βαθμό αποδοχής, όπως αυτή που ο Ζαγοράκης απολάμβανε, ως εμβληματικός αρχηγός της εθνικής μας ομάδας που μας εκτόξευσε στα ουράνια, το 2004.
Παρότι, όμως, οι οιωνοί ήσαν άριστοι, όσα ακολούθησαν απέδειξαν πως για το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αρκούν οι αίσιοι οιωνοί. Ο Ζαγοράκης οδηγήθηκε σε παραίτηση, λίγους μήνες μετά την πανηγυρική εκλογή του. Πολλοί (μεταξύ των οποίων και ο γράφων, πάλι) πιστεύουν πως «δραπέτευσε». Και, μάλιστα, χωρίς ποτέ να δικαιολογήσει δημόσια τη στάση του. Η υφέρπουσα δικαιολογία, ότι δηλαδή υπονομεύθηκε από αυτούς που θερμά είχαν συμφωνήσει στην εκλογή του, είναι έωλη και όχι πειστική. Αν και είναι πολύ πιθανό να είναι πραγματική, εντούτοις υπάρχει ένα κενό στην «απολογία» Ζαγοράκη. Το ότι δεν προνόησε, κατά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, να παρουσιάσει προς όλη την ποδοσφαιρική οικογένεια, ένα ποδοσφαιρικό «μανιφέστο», όπου θα περιγράφονταν οι στόχοι της νέας διοίκησης, άμεσοι, βραχυπρόθεσμοι, μακροπρόθεσμοι. Ένα συμβόλαιο που θα καλούσε να συνυπογράψουν (με δημόσιες δεσμεύσεις) όσοι υπερθεμάτιζαν για την υποψηφιότητά του. Κυρίως δε, οι μεγαλοπαράγοντες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, οι οποίοι διαμορφώνουν σε καίριο βαθμό το προφίλ του ποδοσφαίρου μας, όπως βέβαια και η πολιτεία, αφού από αυτήν εξαρτάται η θεσμική και οικονομική υποστήριξη χρόνιων αιτημάτων.
Ήταν μιά χρυσή ευκαιρία, από τη στιγμή μάλιστα που ενδιαφέρθηκε και συμμετέσχε στη σχετική διαβούλευση ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας. Η ευκαιρία όμως, δυστυχώς, χάθηκε. Και διαψεύστηκαν όσοι (ο γράφων μεταξύ αυτών, και πάλι) ήλπιζαν σε καλύτερες ημέρες για το ποδόσφαιρό μας.
Έρχομαι τώρα στην τρέχουσα υποψηφιότητα, του κυρίου Τάκη Μπαλτάκου. Και πάλι, φαίνεται να υπάρχει κοινή αποδοχή στο πρόσωπό του, αφού τον υποδεικνύουν 44 ΕΠΣ της χώρας (έστω και «καθ’ υπαγόρευσιν», δεν παύει να είναι μιά ισχυρή δέσμευση και αρχική εγγύηση) και, κατά τα φαινόμενα, έχει και την κυβερνητική ευλογία. Όμως, φοβούμαι, πως αν υπάρξει και πάλι το ίδιο κενό, οι εξελίξεις θα είναι παρόμοιες, η υποστήριξη θα μεταστραφεί σύντομα σε υπονόμευση, θα αφεθούν όλα στις γνωστές καλένδες και ο καθένας από τους «θερμούς υποστηρικτές» θα αποσυρθεί στα του οίκου του και θα ενεργεί (ή δεν θα ενεργεί) κατά τα δικά του συμφέροντα.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα πρέπει το συντομότερο, σε συνεργασία με τους θεσμικούς αθλητικούς φορείς, να επεξεργαστεί μία συνολική πρόταση, με τους άξονες στους οποίους θα κινηθεί η ΕΠΟ, υπό τον νέο Πρόεδρο. Με συγκεκριμένους στόχους και αντίστοιχα χρονοδιαγράμματα. Με ρεαλισμό, χωρίς μαξιμαλισμούς και «κενές» διακηρύξεις. Ένα «συμβόλαιο» που θα απευθύνεται στη φίλαθλη κοινή γνώμη και που θα καλέσει δημόσια στη συνυπογραφή του όλους τους εμπλεκόμενους. Δεν είναι κακό (το αντίθετο) να το θέσει ως προϋπόθεση/βέτο για την από μέρους του αποδοχή της υποψηφιότητάς του.
Μεταξύ των άλλων (εθνικές ομάδες, αφελληνισμός ποδοσφαίρου μας, σχέδιο πρόληψης οπαδικής βίας, σχεδιασμός διοργανώσεων εθνικών πρωταθλημάτων, διοικητική λειτουργία, εσωτερική οργάνωση κλπ.), τονίζω την ιδιαίτερη φροντίδα που πρέπει να επιδειχθεί για τη στήριξη του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, το οποίο έχει μείνει αβοήθητο και παραμελημένο. Η διαχρονική, πομπώδης (πλήν, αδάπανη) ρητορεία περί «μήτρας» και «δεξαμενής» του ποδοσφαίρου πρέπει επιτέλους να μεταφραστεί σε πραγματική βοήθεια (θεσμικό πλαίσιο, αθλητικές εγκαταστάσεις, οικονομική στήριξη ΕΠΣ και σωματείων).
Επίσης, θεωρώ πως δεν πρέπει η γενική αρχή περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (και της αθλητικής, ασφαλώς) να αποτελέσει άλλοθι για υπεκφυγή. Οπωσδήποτε, όχι εμπλοκή. Αλλά, συγχρόνως, και θωράκιση για την αποτροπή εμπλοκής τρίτων. Εμπιστοσύνη μεν, αλλά και διακριτική παρακολούθηση και εποπτεία, με οδηγό την απαρέγκλιτη εφαρμογή των νόμων και κανονισμών και (όπου χρειάζεται) το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όχι αυτό των «τυφλών» οπαδών ή του οπαδικού τύπου, αλλά των υγιών φιλάθλων.
Ακόμη, σοβαρή παράμετρο σε έναν τέτοιο σχεδιασμό, πρέπει να αποτελέσει το μέλλον της ελληνικής διαιτησίας. Ούτε εδώ, είναι ορθό να κρύβεται κανείς πίσω από την ασπίδα προστασίας που προσφέρει η ξένη επιτροπεία. Η διαιτησία πρέπει να επανέλθει στην ευθύνη των Ελλήνων διαιτητών. Και αυτό πρέπει να γίνει σταδιακά, με αυστηρό και σύντομο χρονοδιάγραμμα, με σχεδιασμό και επαρκή προετοιμασία και σε συνεργασία με την οργανωμένη ελληνική διαιτησία. Οι Έλληνες διαιτητές είναι το ίδιο καλοί όσο και οι ξένοι. Το πρόβλημα είναι ότι δεν τους προσφέρουμε τις ίδιες συνθήκες, πριν, κατά και μετά τους αγώνες. Η ελληνική διαιτησία σβήνει. Ας μην εθελοτυφλούν οι αρμόδιοι. Κανείς δεν είναι πιό τυφλός από αυτόν που δεν θέλει να δει...
Υ.Γ. Διαβεβαιώνω πως τα παραπάνω δεν αποτελούν σύσταση ή συμβουλή κάποιου «σοφού» (ή δοκησίσοφου), αλλά απλά μιά γνώμη, πιθανόν χρήσιμη και, πάντως, καλοπροαίρετη.
Λύσανδρος Γεωργιάδης