Του Λύσανδρου Γεωργιάδη
Είναι πολύ συνηθισμένο, από πολύ παλιά, κάποιοι να θέλουν να δείχνουν πως είναι ψηλότεροι απ’ όσο φτάνει το μπόι τους. Ναρκισσισμός, ματαιοδοξία, ψευδαίσθηση μεγαλείου, όπως θέλετε πείτε το. Στις θέσεις εξουσίας, από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη, συναντάμε πολλούς τέτοιους.
Κι όποτε φέρνω στο μυαλό μου αυτούς ή την αυτάρεσκη συμπεριφορά τους, υπάρχει κάτι που με παρηγορεί. Μια εξαίρεση, από το μακρινό παρελθόν. Από τα μαγικά παιδικά μας χρόνια, που παίζαμε μπάλα (=ποδόσφαιρο) στην αλάνα. Θα θυμάστε οι περισσότεροι, υπήρχαν κι εκεί κανόνες, π.χ. «τρία κόρνερ, ένα πέναλτι», «όποιος φέρνει τη μπάλα, παίζει οπωσδήποτε, έστω κι αν είναι “ταγάρι”» και άλλοι, άγραφοι όλοι, αλλά σεβαστοί από τις αντίπαλες ομάδες. Ένα «σύνταγμα του ποδοσφαίρου της αλάνας», κάτι σαν τον σημερινό Κ.Α.Π. (Κανονισμός Αγώνων Ποδοσφαίρου). Η παραβίαση αυτών των κανόνων σήμαινε σύρραξη και, τις πιο πολλές φορές, οριστική διακοπή του αγώνα («θα τα πούμε την άλλη Κυριακή»…). Στο αυτοσχέδιο γήπεδο της αλάνας ή της πλατείας ή του άκτιστου οικοπέδου της γειτονιάς, στήνονταν το παιχνίδι. Αυτοσχέδιες και οι εστίες, χωρίς δοκάρια, μόνο δυο μεγάλες πέτρες ή δυο πρόχειρα πανωφόρια, για να οριοθετούν το άνοιγμά τους στο χώμα. Ο πρώτος καβγάς στηνόταν όταν το «τέρμα» μιας ομάδας, δηλαδή ο τερματοφύλακας, πονηρά-πονηρά, μετέφερε τα όρια, για να μικραίνει το άνοιγμα της εστίας και να κάνει πιο εύκολη τη δουλειά του. Χωρίς δοκάρια, βέβαια, άντε να συμφωνήσουν οι δυο ομάδες αν ήταν ή δεν ήταν γκολ το σουτ που πήγε πάνω από τις πέτρες ή ψηλά από τον τερματοφύλακα, ο οποίος πήδηξε μεν για να αποκρούσει τη μπάλα, δεν την έφτασε δε. Το ζωνάρι λυμένο για τον καβγά. «Την έφτανε», ισχυριζόταν η μια πλευρά. «Δεν την έφτανε, ήταν ψηλό», η άλλη. Χειρονομίες, αντεγκλήσεις, καμιά φορά ζητούσαν και τη γνώμη τρίτων, που παρακολουθούσαν απέξω. Βρίσκανε κι αυτοί τον μπελά τους. Κι έφτανε η στιγμή που ο τερματοφύλακας, είτε αυτοβούλως, είτε εγκαλούμενος να το πράξει, επιχειρούσε προσομοίωση της φάσης. Με λίγα λόγια, το VAR της εποχής, ο προάγγελος του σημερινού replay. Ένας από την ενιστάμενη ομάδα, με τα πόδια ή τα χέρια, πετούσε τη μπάλα στο ύψος που πέρασε πάνω από το τέρμα στην πραγματικότητα (και λίγο πιο χαμηλά…). Κι ο τερματοφύλακας πηδούσε για να τη φτάσει (τάχα). Στην προσπάθειά του να φανεί πως δεν μπορούσε να τη φτάσει («ήταν ψηλό»), δίπλωνε τα πόδια του, τσάκιζε τα χέρια του, πηδούσε στις μύτες, όσο γίνεται λιγότερο, για να δείξει ότι εκ των πραγμάτων «δεν την έφτανε τη μπάλα». Κανονική αναπαράσταση. Δικαστήριο πραγματικό, μεικτό ορκωτό, με ενόρκους και από την κερκίδα, ακόμη και περαστικούς που σταμάτησαν για να δουν τα παιδιά να παίζουν. Έχω ζωντανή την εικόνα του τερματοφύλακα, του «κρίσιμου μάρτυρα». Να δέχεται να παριστάνει τον κουσουρλή και τον ζουμπά, να αυτομειώνεται για να αποδείξει ότι «ήταν ψηλό» και ότι το γκολ δεν πρέπει να μετρήσει. Να προσπαθεί να πείσει για την…αδυναμία του, «δεν το έφτανα, σας ορκίζομαι, να, φιλάω σταυρό», σταυρώνοντας δυο δάχτυλα και φιλώντας τα. Κι όλα αυτά μπροστά σε ένα κοινό που το αποτελούσαν φίλοι από τη γειτονιά, συμμαθητές από το σχολείο, ενίοτε και συμμαθήτριες ( αυτό κι αν δεν ήταν ντροπή για τον ίδιο, όμως για την ομάδα…). Κι ας ήταν λεβεντόπαιδο, πάνω από 1.70 ύψος, ψηλός για την ηλικία του.
Η εικόνα αυτής της αναπαράστασης ποδοσφαιρικής φάσης είναι, αν όχι η μόνη, μια σπάνια εξαίρεση (από το παρελθόν, όμως) στη σπουδαιοφάνεια που σήμερα είναι διάχυτη γύρω μας. Μια εξαίρεση, όπου κάποιος (έστω και με σκοπιμότητα) θέλει να δείξει ότι είναι πιο κοντός απ’ όσο είναι πραγματικά το μπόι του…