Και ξάφνου, εμφανίστηκε ο διάσημος πια καλλιτεχνίζων.
Η στήλη είχε αρχίσει να ανησυχεί για την καλλιτεχνική ανομβρία:
Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ
Από την Πόλη έρχομαι
και στην κορφή κανέλα,
ετσά αντιπαρέρχομαι
του ποντικού την τρέλα.
Σπρώξε και σπρώξτον σπρώξτονε
ανέβηκε στον δέντρο,
για ν’ αγναντεύει ο λυγερός
Αριστερά, Δεξά και Κέντρο.
Τριφύλλι, αετόπουλα,
Ιωνικός και Άρης,
τύφλα μπροστά τους να ‘χουνε
Παπάς και Κασιδιάρης.
Δοτός, σιδεροδέσμιος,
απ’ το πρωί ως το βράδυ,
κάνει μπροστά του για να δει,
αλλά βαθύ σκοτάδι.
Θα φέρει λέει στο Γουδί
και θάλασσα θα φέρει,
θα χάνει η μάνα το παιδί,
Λεπέν, Καρατζαφέρη.
Είναι πολύ το βάσανο,
μεγάλη η στεχοχώρια,
που δεν τον χαίρεται η Βουλή,
και την μπανίζει χώρια.
Αγάντα φανταράκια μου,
αγάντα και σεις ναύτες,
ο Στρατηγός σας είναι δω
και τρεις καντηλανάφτες.
Είκοσι τρεις χορεύτριες
πενήντα κατσαπλιάδες,
στον μέγα Αρχιτέκτονα
θα κάνουν ντεμενάδες.
Άνοιξε πύλη να διαβώ
για να τον συναντήσω,
τέτοιον μεγάλο Αρχηγό
να τόνε κουλαντρίσω.
Πέναλτι, κόρνερ, κίτρινη,
φάουλ, κλωτσά κι οφσάιντ,
Περαία, Βόλο και Χανιά,
Μαρσίγια και Πορτ Σάιντ.
Μεγάλο το παράστημα,
περπατησιά και σθένος,
όλα στη θέση τα ‘βαλε,
με λόγια ο καϋμένος.
Τάκη Τακούλη Τάκαρε
Μονεμβασιά και Μάνη,
της Πύλου τα μικρά στενά
της Πάτρας το λιμάνι.
Πάρε το καρεκλάκι σου
και κάτσε σταυροπόδι,
γιατί εκεί αν λες πολλά,
σύντομα… παίρνεις πόδι!
(Ρώτα και τον Ζαγόρ!)