Toυ Ανδρέα Μαλάτου
Διδάκτορος Αθλητικού Δικαίου
Προέδρου του Ινστιτούτου Διεθνούς και Ελληνικού Αθλητικού Δικαίου.
΄Οταν ο πρόεδρος της ΔΟΕ κ.Ρογκ στην ομιλία του κατά την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου είπε ότι κατά κάποιον τρόπο οι αγώνες επιστρέφουν στο σπίτι τους, δεν είχε άδικο. Διότι ,πράγματι, οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες , το πνεύμα και η ιδεολογία τους, αλλά και η πρακτική και η οικονομία τους, διέπονται από την άρχουσα σήμερα κοσμοθεωρία που βασίζεται στα επιτεύγματα και τη φιλοσοφία της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής επανάστασης , της παγκοσμιοποίησης και της εξαφάνισης κάθε ιδέας που παραπέμπει σε εθνικές ιδιαιτερότητες, ικανότητες ή αδυναμίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη βασιμότητα των παραπάνω είναι το γεγονός ότι το αρχέγονο ιδεολογικό πλαίσιο των αγώνων, το οποίο και κατά την αναβίωσή τους το 1896 περιέγραφε την Ολυμπιακή ιδέα , το “altius-fortius-citius” , με ό τι αυτό σηματοδοτεί για την ανθρωπότητα, αναφέρεται πλέον μόνο για ιστορικούς λόγους. Αντ’αυτού , ως επικρατούσα σήμερα ιδεολογία των Αγώνων και γενικότερα του αθλητικού κινήματος, εμφανίζεται κυρίως ο αγώνας εναντίον του ρατσισμού και άλλοι παρεμφερείς στόχοι, ο αγώνας υπέρ της ανοχής και της διαφορετικότητας, που χωρίς να τους αμφισβητούμε , ουδέποτε αποτέλεσαν κεντρικό σημείο αναφοράς των Αγώνων ούτε κατά την ίδρυσή τους ούτε κατά την αναβίωσή τους το 1896 .
Διότι οι Ολυμπιακοί αγώνες από την ίδρυσή τους είχαν συγκεκριμένο στόχο και περιεχόμενο. Μέσα από τον ειρηνικό αθλητικό ανταγωνισμό να αναδείξουν βεβαίως το όμαιμον , το ομόθρησκον , το ομοεθνές των διαφόρων ελληνικών φύλων και να εμπεδώσουν ανάμεσά τους τη φιλία , την ανεκτικότητα, τη συμπόρευση.Με ίση όμως αξία επιδιωκόταν και η ανάδειξη της υπεροχής του νικητή, τόσο σε προσωπικό όσο και σε εθνικό –τοπικό επίπεδο. Διότι ο αθλητικός ανταγωνισμός , ως προς το καθαρά αγωνιστικό του κομμάτι, ενείχε έντονο το στοιχείο της εθνικής, τοπικής ή άλλης εκπροσώπησης των πόλεων που συμμετείχαν μέσω των αθλητών τους. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο οι ελληνικές πόλεις υποδέχονταν τους Ολυμπιονίκες τους γκρεμίζοντας τα τείχη. Διότι η νίκη τους δεν ήταν προσωπική αλλά ολόκληρης της πόλης και κατά κάποιον τρόπο σηματοδοτούσε την αθλητική της υπεροχή έναντι των υπολοίπων .
Αυτό το βασικό ιδεολογικό στοιχείο των Ολυμπιακών Αγώνων, παρ’ ότι με την αναβίωσή τους το 1896 έγινε πλήρως αποδεκτό , με την πάροδο του χρόνου έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Βέβαια , ακόμη ανακρούεται ο εθνικός ύμνος της χώρας του νικητή, ακόμη υπάρχει το αίσθημα του ανταγωνισμού όχι μόνο μεταξύ προσώπων αλλά και μεταξύ λαών, όμως η εκπροσώπηση μιας χώρας στους Ολυμπιακούς Αγώνες παίρνει πλέον τη μορφή της συμμετοχής μιας αθλητικής ομάδας προερχόμενης από τη συγκεκριμένη χώρα και όχι της χώρας αυτής καθ’ αυτής, ούτε του λαού της. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είναι πλέον αθλητική συνάντηση λαών αλλά συνάντηση αθλητικών ομάδων. Και όπως σε μια αθλητική ομάδα μπορούν να συμμετέχουν αθλητές προερχόμενοι από διαφορετικές χώρες ή φυλές έτσι και στην ομάδα που εκπροσωπεί μια χώρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες μπορούν πλέον να συμμετέχουν , με σχετικά εύκολες και γρήγορες διαδικασίες , και αθλητές προερχόμενοι από άλλες χώρες ή φυλές. Η δίψα για ολυμπιακά μετάλλια και για ό τι αυτό συνεπάγεται στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες οδηγεί τις χώρες στο να εμπλουτίζουν τις ολυμπιακές τους ομάδες με ξένους αθλητές , διαφορετικής φυλής , θρησκείας , κοσμοθεωρίας , γλώσσας . ηθών και εθίμων από τους ανθρώπους του λαού τους.
Όμως , με τον τρόπο αυτό , οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν πλέον μετεξελιχθεί από αγώνες μεταξύ των λαών σε αγώνες μεταξύ ανθρώπων, σε “open”αθλητικές διοργανώσεις. Οχι ότι αυτό είναι κακό. Θα μπορούσε να συνεχίσει και να επαυξηθεί. ΄Ομως δεν έχει καμία σχέση με την ιδεολογία των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαίας Ελλάδας ούτε όμως και με την ιδεολογία των αγώνων του Βικέλα και του Κουμπερτέν.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πράγματι αναβίωσαν το 1896 και καλώς διεξήχθησαν μέχρι την εποχή μας από την ΔΟΕ. ΄Εχουν όμως χάσει το ουσιαστικό περιεχόμενό τους και γι’ αυτό το λόγο η επανίδρυσή τους είναι επιβεβλημένη. Και όπως τότε , έτσι και τώρα το βάρος γι’ αυτό πέφτει στη γενέτειρά τους. Χωρίς να αμφισβητούμε τις υπάρχουσες δομές εξουσίας του ολυμπισμού , έχουμε την υποχρέωση να θέσουμε το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις. Αν δεν εισακουστούμε , τότε έχουμε το ιστορικό πλέον χρέος να προχωρήσουμε στην ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ σύμφωνα με όσα οι ιδρυτές τους επιτάσσουν. Σε μια τέτοια προσπάθεια η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή οφείλει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο επανακαθορίζοντας την ιδεολογία και την πρακτική της προς την κατεύθυνση αυτή.