Τώρα που μαίνεται και πάλι ο πόλεμος (όχι ότι σταμάτησε ποτέ...) στο εγχώριο ποδοσφαιρικό οικοσύστημα, η "Δίκη" επαναδημοσιεύει το άρθρο του Λύσανδρου Γεωργιάδη:
Όσοι παρακολουθούμε αυτά που εξελίσσονται καθημερινά στο χώρο του ποδοσφαίρου, βλέπουμε μόνο το δέντρο, τη μικρή εικόνα. Aυτά που συνέβησαν στο ποδόσφαιρό μας τα τελευταία τριάντα χρόνια, αποτελούν το δάσος, τη μεγάλη εικόνα. Αν θέλουμε να δούμε μόνο το τρέχον σύμπτωμα και όχι τις χρόνιες παθογένειες, εθελοτυφλούμε. Και εδώ βρίσκει εφαρμογή το ότι «κανείς δεν είναι πιο τυφλός από αυτόν που δεν θέλει να δει».
Μια από αυτές τις παθογένειες, είναι και η σχέση πολιτικής και (ανθρώπων του) ποδοσφαίρου. Από την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και μετά, τη δεκαετία του ’80, όταν τα κόμματα διαπίστωσαν πως ο χώρος του αθλητισμού - και ειδικότερα του ποδοσφαίρου- προσφέρει μια ευρύτατη δεξαμενή ψήφων, ο κομματισμός εναγκαλίστηκε μέχρις ασφυξίας τον αθλητισμό. Οι αρχαιρεσίες στις αθλητικές ομοσπονδίες αποτέλεσαν προέκταση της κομματικής αντιπαράθεσης και η εκλογή φίλα προσκείμενης διοίκησης ήταν επιβεβαίωση κομματικής επικυριαρχίας. Η αντίληψη αυτή διέτρεχε ολόκληρο το ποδοσφαιρικό στερέωμα, από τις μεγάλες ΠΑΕ μέχρι και το πιο μικρό σωματείο, στο τελευταίο χωριό της επικράτειας. Στην αφετηρία αυτής της «διαπλοκής» πολιτικής και ποδοσφαίρου, το πάνω χέρι το είχε η πολιτική. Επιδίωξή της ήταν να κηδεμονεύει τον χώρο του ποδοσφαίρου, ώστε να μπορεί να εξαργυρώνει αυτή την κηδεμονία με αντίκρισμα κομματικά-εκλογικά οφέλη.
Τα πράγματα άλλαξαν, επί τα χείρω, όταν η «πελατεία» του ποδοσφαίρου μπήκε στο στόχαστρο προσώπων και σχηματισμών πολύ πιο «σκληρών» από τα κόμματα. Όταν επιχειρηματίες («έγκριτοι» ή αμφιλεγόμενοι), τζογαδόροι, αλλά και υπόκοσμος, αντιλήφθηκαν ότι οι τεράστιες μάζες των ανθρώπων που παθιάζονται με το ποδόσφαιρο και με την ομάδα τους, αποτελούν συγχρόνως και τεράστιες κερδοφόρες αγορές αλλά, επίσης, και πολύτιμη (κοινωνική) ασπίδα προστασίας από έναν αφοσιωμένο «στρατό», το ποδόσφαιρο έγινε ένα «παιχνίδι εξουσίας». Οι επενδυτές, πραγματικοί ή δήθεν, διεκδίκησαν από την πολιτική (κυβέρνηση-κόμματα) το πάνω χέρι στη μεταξύ τους σχέση. Με όπλο τον στρατό των οπαδών της ομάδας τους και την (άμεση ή έμμεση) απειλή πως μπορούν να τον καθοδηγούν και να τον στρέφουν εναντίον τους, αν δεν εξασφάλιζαν μια προνομιακή μεταχείριση σε όλα τα επίπεδα της δραστηριότητάς τους. Στην απειλή αυτή, φαίνεται πως η πολιτική ενέδωσε (χαριστικές ρυθμίσεις, εκκαθαρίσεις, φωτογραφικοί νόμοι κ.α.). Αν μη τι άλλο, το περίφημο «πολιτικό κόστος» την οδήγησε σε υποχώρηση και στη συνομολόγηση μιας υπόγειας συμφωνίας με βάση το δόγμα «το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο».
Όμως, αυτή η ανατροπή του συσχετισμού δύναμης στο δίπολο πολιτική-ποδόσφαιρο, άλλαξε ραγδαία και την εσωτερική «εντροπία» στο χώρο του ποδοσφαίρου. Το παιχνίδι χόντρυνε. Ο διαγκωνισμός για τον έλεγχο του χώρου του ποδοσφαίρου έγινε αδυσώπητος και το διακύβευμα τεράστιο, αφού ο κυρίαρχος θα συγκέντρωνε δύναμη ικανή να σαρώνει κάθε αντίσταση στην προώθηση των πάσης φύσεως στόχων και επιδιώξεών του. Όπερ και εγένετο. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έγινε άθυρμα στις διαθέσεις του εκάστοτε «μονοκράτορα» και μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα, όπου δεν απέμεινε χώρος για δημοκρατία και ισονομία, αλλά κατίσχυσε το δίκαιο (και η ιταμότητα) του ισχυρού, ενώ οι ενδεείς αδύνατοι, ως δορυφόροι και κομπάρσοι ή επιλεκτικοί «σύμμαχοι», εκλιπαρούν προκειμένου να περισώσουν κάποια από τα κομμάτια της σάρκας τους.
Την κατάσταση αυτή την πλήρωσε με πολύ βαρύ τίμημα το ποδόσφαιρό μας. Η αποδόμηση της θεσμικής άσκησης εξουσίας και η υποκατάστασή της από έκνομα εξωθεσμικά κέντρα, το βύθισε σε κώμα πλήρους ανυποληψίας. Οι φίλαθλοι το εγκατέλειψαν. Του απέμεινε μόνο ένα μέρος των οπαδών, άλλων πρόθυμων προς εκμετάλλευση (ενίοτε και με αντίδωρα) και άλλων ανυποψίαστων.
Και, κάτω από αυτές τις συνθήκες, «ποιο είναι το μέλλον του ποδοσφαίρου μας;» θα διερωτηθεί κανείς. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν προσχωρώ στη μουσειακή αντίληψη να επιστρέψει το ποδόσφαιρό μας στον ερασιτεχνικό του χαρακτήρα, ώστε να απαλλαγεί από τους πολύφερνους «επενδυτές» και να απαγκιστρωθεί από τη μέγκενη της πολιτικής. Η ρετρό «επιστροφή στις ρίζες» που υπαγορεύεται από αποθηκευμένες ιδεοληψίες του παρελθόντος, ισοδυναμεί με καταστροφική απομόνωση από το νέο παγκόσμιο περιβάλλον που έφερε τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο στο επίκεντρο της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Και, όπως τα κράτη δεν μπορούν πλέον να απομονωθούν από τον υπόλοιπο κόσμο στα περίκλειστα τείχη του δικού τους «γαλατικού χωριού», έτσι και το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να κλειστεί έξω από τα τείχη της οικονομίας και της διεθνοποίησης των αθλητικών λειτουργιών. Στο σύγχρονο αυτό περιβάλλον, δεν είναι καθόλου ασύμβατη η αθλητική ιδεολογία αρχών με την επιχειρηματική επένδυση και τη θεμιτή επιδίωξη οικονομικού κέρδους. Όμως, με νόμους και κανόνες που να διασφαλίζουν ότι καθαροί επενδυτές θα προωθούν καθαρό αθλητικό ανταγωνισμό, με καθαρό αθλητικό προϊόν και με καθαρότητα στη διαχείρισή του. Και, παράλληλα, να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που διαπλέκει την πολιτική με το ποδόσφαιρο και νοθεύει τα παραπάνω, βγάζοντας το άθλημα στη «διατίμηση» της πολιτικής αγοράς…