powered by Agones.gr - opap

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΟ: Τι σημαίνει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το CAS

Του Γρηγόρη Ιωάννη Ιωαννίδη

Δικηγόρου - Καθηγητή Αθλητικού Δικαίου

Νομικού Συμβούλου ΕΠΟ στο CAS

www.sportslawexpert.org


Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (1 Αυγ 2025) στην υπόθεση Case C – 600/23 RFC SeraingSA v FIFA, αποτελεί έναν ακόμη σταθμό στην πολυτάραχη διαδρομή του αυτοδιοίκητου του ποδοσφαίρου. Καθώς ακόμη επεξεργαζόμαστε τις πιθανές συνέπειες αυτής της απόφασης για το μέλλον της αθλητικής διαιτησίας και του αυτοδιοίκητου του ποδοσφαίρου, είναι σημαντικό να σημειώσουμε και να ερμηνεύσουμε τα πιο σημαντικά σημεία της απόφασης. 

Πρώτον, είναι σημαντικό το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν ακολούθησε την διασταλτική ερμηνεία στην Πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως Καπέτα, η οποία είχε προτείνει στις 16 Ιανουαρίου του 2025 ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν την αρχή της «τελεσίδικης δικαστικής απόφασης» (resjudicata) σχετικά με τις αποφάσεις του ΚΑΣ (Court ofArbitration for Sport – CAS) και ότι οι αποφάσεις που προκύπτουν από την υποχρεωτική διαιτησία (όπως αυτές του CAS), ίσως να βρίσκονται εκτός του σκοπού της Συνθήκης της Νέας Υόρκης. 

Στον αντίποδα, το Δικαστήριο ακολούθησε μια πιο αυστηρή και περιοριστική οδό, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις του CAS θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, μόνο σε θέματα στα οποία αφορούν στην Ευρωπαϊκή δημόσια τάξη (publicpolicy), όπως τα θέματα ανταγωνισμού και ελεύθερης μετακίνησης των εργαζομένων.

Δεύτερον, το Δικαστήριο τονίζει ξεκάθαρα στην απόφαση του ότι οι αποφάσεις του CAS μπορούν να είναι το αντικείμενο δικαστικού ελέγχου αλλά με πιο ενδελεχή έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια, φωτογραφίζοντας έτσι, την έλλειψη ενδελεχούς εξέτασης από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας, στην υπόθεση της Κάστερ Σεμένια (Semenyav Switzerland 10934/21 στην οποία ο υπογράφων εκπροσώπησε την Ομοσπονδία Στίβου της Νότιας Αφρικής). 

Τρίτον, το Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούν να προσφέρουν θεραπείες σε συγκεκριμένες αιτήσεις, οι οποίες όμως θα εκπίπτουν σε θέματα δημόσιας τάξης, όπως τα εργασιακά δικαιώματα και σε θέματα ανταγωνισμού. Τέτοιες θεραπείες θα μπορούν να έχουν την μορφή αποζημίωσης ή λήψης ασφαλιστικών μέτρων σε επείγουσες περιπτώσεις.

Επομένως, είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι η απόφαση αυτή δεν αποτελεί το τέλος της αθλητικής διαιτησίας και του CAS, αλλά σίγουρα αποτελεί ενίσχυση των δικαιωμάτων τόσο των ποδοσφαιριστών όσο και των ομάδων, σε συγκεκριμένα όμως ζητήματα. Αποτελεί επίσης και αναγνώριση του επιχειρήματος ότι η υποχρεωτική αθλητική διαιτησία στο κανονιστικό πλαίσιο της FIFA αλλά και σε αυτό των εθνικών ομοσπονδιών, είναι μονομερής, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των ποδοσφαιριστών και των ομάδων ή στην καλύτερη περίπτωση χωρίς την επιλογή των τελευταίων να αρνηθούν αυτήν την υποχρεωτική διαιτησία (take itor leave it basis). 

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι σημαντικό είναι το γεγονός ότι η FIFA θα πρέπει να προσαρμόσει το κανονιστικό της δίκαιο ανάλογα, χωρίς όμως να θυσιάζει την απαραίτητη αρχή της διατήρησης της σταθερότητας των συμβολαίων (contractual stability). Αυτό θα απαιτήσει μια δύσκολη ακροβασία αλλά και μια ευφυή νομική προσαρμογή. 

Τελειώνοντας, απομένει να δούμε αν οι χώρες εκτός της δικαιοδοσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ακολουθήσουν αυτήν την απόφαση. Αυτό φυσικά συμπεριλαμβάνει και το Ηνωμένο Βασίλειο και δη την Αγγλία, της οποίας το ποδοσφαιρικό προϊόν έχει έντονες οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους. 

Το παράδειγμα της Αγγλίας και των εθνικών της δικαστηρίων, ίσως και να αποτελέσει έναν οδηγό για τα εθνικά δικαστήρια των μελών κρατών της ΕΕ. Σε γενικές γραμμές, τα εθνικά δικαστήρια της Αγγλίας δεν αποδέχονται την εφαρμογή της αρχής του δικαστικού ελέγχου (judicial review) ιδιωτικών οργανισμών (privatebodies) όπως είναι οι αθλητικοί οργανισμοί, εκτός αν οι αποφάσεις των αθλητικών οργανισμών προσβάλουν δικαιώματα δημόσιας τάξης. Αν και αυτή η αρχή συγκλίνει λίγο με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, παραμένει η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή του δικαστικού ελέγχου μπορεί να γίνει κατά ιδιωτικών οργανισμών (ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες), αλλά μόνο όταν οι αποφάσεις των, παραβιάζουν δικαιώματα δημόσιας τάξης.

Αυτό ήταν και το αποτέλεσμα σε δύο πρόσφατες υποθέσεις στην Αγγλία (Newcastle United FootballCompany Limited v The Football Association PremierLeague Limited 2021 EWHC και Manchester CityFootball Club Limited v The Football AssociationPremier League Limited 2021 EWHC 628) και στιςοποίες το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court - τρίτο στον βαθμό ιεραρχίας μετά το Supreme Court και το Court ofAppeal), αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εφαρμογή της αρχής του δικαστικού ελέγχου σε θέματα ιδιωτικού δικαίου όπως είναι η αθλητική διαιτησία, η οποία εμπεριέχει επίσης πράξεις ιδιωτικού δικαίου, όπως η σύναψη συμβολαίων. Επομένως το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αγγλία επεσήμανε για πολλοστή φορά ότι αρχή του δικαστικού ελέγχου εφαρμόζεται μόνο σε θέματα δημόσιας τάξης και όχι σε θέματα ιδιωτικού δικαίου. 

Συμπερασματικά, και με όλον τον σεβασμό, θα πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή, κυρίως των ΠΑΕ στην Ελλάδα, στις ανωτέρω επισημάνσεις, οι οποίες ίσως και να αποτελέσουν έναν οδηγό για τις δικαστικές αρχές της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν θα γίνουν και δεν θα πρέπει να γίνουν «Γη της Επαγγελίας» για κάθε είδους αθλητική διαφορά και ούτε πρέπει να κυριεύσει η ιδέα ότι τα δικαστικά όργανα της ΕΠΟ έχουν ένα διακοσμητικό ρόλο. Η αρχή της διαιτησίας θα παραμείνει στην κορυφή της αθλητικής δικαιοσύνης και φυσικά το CAS, με άμεση αναθεώρηση της διαιτητικής του σύνθεσης αλλά και του Δικονομικού του Κώδικα, θα συνεχίσει να είναι το ανώτατο αθλητικό δικαστήριο στον κόσμο, με εξειδίκευση στην επίλυση αθλητικών, και δη, ποδοσφαιρικών διαφορών.