του Θ.Παντούλα,εκδότη του περιοδικού manifesto
Πολύ μελάνι ξοδεύθηκε τον τελευταίο καιρό με αφορμή το αιφνίδιο κλείσιμο της εφημερίδος «Ελεύθερος Τύπος» και του ραδιοφωνικού σταθμού «City». Εκατοντάδες άνεργοι δημοσιογράφοι και κοπετοί για την κρίση του Tύπου, η οποία αποτελεί κρίση της Δημοκρατίας και άλλα ηχηρά παρόμοια. Κι επειδή έχασε η Βενετιά βελόνι, εκκλήσεις στο κράτος για να συνδράμει τους αναξιοπαθούντες δημοσιογράφους και να συντηρήσει άλλη μια προβληματική επιχείριση χάριν του … δημοσίου συμφέροντος.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα με σειρά (θυμίζοντας ότι όχι μόνο δεν στηρίζαμε το, ολυμπιακών διαστάσεων, έγκλημα που έγινε με το πρόσχημα του 2004, αλλά σταθήκαμε με παρρησία απέναντι σε αυτό, στην εθνική ρεμούλα που το κάλυψε και στην οψίπλουτη κυρία που το ενορχήστρωσε).
Ένας ιδιοκτήτης – εκδότης ΜΜΕ δεν είναι φιλανθρωπικό σωματείο, είναι ένας επιχειρηματίας, που όταν ζημιώνεται από μια δραστηριότητα έχει κάθε δικαίωμα να την διακόψει, χωρίς βεβαίως να ζητήσει την άδειά μας. Η καταφυγή στα τροφαντά μαστάρια του κράτους με θαλασσοδάνεια, επιδοτήσεις, διαφημίσεις και γενικώς συναλλαγές κάτω από το τραπέζι είναι μια συνήθης πρακτική των ΜΜΕ που γίνεται ερήμην της κοινωνίας, η οποία καταβάλλει όμως το τίμημα τέτοιων πρακτικών, χωρίς βεβαίως να συναινεί σε αυτό.
Οι άνεργοι δημοσιογράφοι είναι άλλη μια επαγγελματική κατηγορία που έχει ανέργους. Γιατί θα πρέπει η Πολιτεία να λάβει μέριμνα για την επαγγελματική αποκατάσταση τους κι όχι, λόγου χάριν, για αυτή των οδοκαθαριστών; Αμφότεροι λειτούργημα δεν επιτελούν κατά την συνήθη μεγαλοστομία;
Από την άλλη δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι. Ούτε έχουν όλοι τις ίδιες απολαβές. Κάποιοι πριν βγουν στην ανεργία εργάσθηκαν με ετήσιες αποδοχές που αρκούν για να ζήσουν και τα εγγόνια τους. Μεγαλοστέλεχος μάλιστα της επιχείρησης, που έκλεισε, γράφτηκε ότι εργαζόταν με μηνιαίαιες αποδοχές 55.000 ευρώων. Κάντε το λογαριασμό: 55.000 Χ 3 χρόνια Χ 14 μισθούς= 2.310.000 (χωρίς να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος). Είναι ξετσιπωσιά αυτός ο «εργαζόμενος» να αιτείται την συμπάθεια μιας κοινωνίας που τα φέρνει βόλτα με 700 ευρά τον μήνα. Είναι επίσης ξετσιπωσιά να ζητείται κοινωνική αλληλεγγύη για εργαζόμενους που ψωμίζονται σε 2-3 δουλειές ακόμα! Κοντά σε αυτούς είναι βαβαίως και οι δημοσιογράφοι με μπλοκάκι και χαμηλά έσοδα,οι οποίοι όπως όλοι οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι έχουν την συμπάθειά μας και την συνδρομή όσων έχουν τέτοια ευχέρεια, παρότι δεν θυμάμαι και πολλούς, πριν τις όψιγενείς πιρουέτες τους, να καταγγέλουν την γενναιόδωρη αδιαφάνεια που τους περιέθαλψε.
Τέλος είναι οι πομφόλυγες για τον τύπο και την δημοκρατία. Όσοι δεν θέλουμε να εθελοτυφλούμε γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα κατεστημένα ΜΜΕ ενημέρωσης δεν βρίσκονται στην υπηρεσία ούτε της ενημέρωσης ούτε της Δημοκρατίας. Βρίσκονται στην υπηρεσία συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων. Οι ιδιοκτήτες τους κάνουν δουλειές χρησιμοποιώντας τα Μέσα ως πολιορκητικό κριό. Τα Μέσα συντηρούνται από την κρατική διαφήμιση, τις κρατικές επιδοτήσεις και τις έκνομες συναλλαγές με τις διάφορες εξουσίες. Πάντως όχι από τις πωλήσεις τους. Έτσι έχουμε το παράδοξο να υπάρχουν εφημερίδες οι οποίες κρέμονται στα περίπτερα όλης της χώρας αλλά πωλούν λίγες εκατοντάδες φύλλα τα οποία φυσικά δεν αρκούν όχι για μισθοδοσία, όχι για ενοίκειο, όχι για εκτυπωτικά έξοδα αλλά ούτε καν για το κόστος του χαρτιού! Αυτά είναι και γνωστά και εξόφθαλμα. Οι μόνοι που τα αγνοούν είναι οι υπηρεσίες οικονομικών ελέγχων που βρίσκουν φυσιολογική την ύπαρξη χρονίως ζημιογόνων εκδοτικών επιχειρήσεων.
Οι αναγνώστες τα υποπτεύονται ή τα γνωρίζουν πολύ καλά όλα αυτά με αποτέλεσμα ο Τύπος κι εν γένει η δημοσιογραφία να έχουν απαξιωθεί στην συνείδησή τους. Οι πωλήσεις εφημερίδων λ.χ. έχουν μια πτώση της τάξεως του 90% σε σχέση με μια εικοσαετία πριν! Η πτώση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη εάν οι κυριακάτικες κυρίως εκδόσεις δεν λεηλατούσαν με τις αθέμιτες προσφορές τους άλλους επαγγελματικούς κλάδους κι αν το καταναλωτικό κοινό δεν λειτουργούσε ως κλεπταποδόχος αυτών των προσφορών.
Την πανθομολογούμενη από τους αναγνώστες ανυποληψία των Μέσων έρχονται να επιβεβαιώσουν τα ίδια τα Μέσα. Χάριν παραδείγμαστος και πάλι: με αφορμή τα εγκαίνια του νέου μουσείου της Ακροπόλεως των Αθηνών διαβάσαμε σε τρεις από τις μεγαλύτερες κι εγκυρότερες -υποτίθεται- κυριακάτικες εφημερίδες ρεπορτάζ για την συνάντηση του Τούρκου πρωθυπουργού με τον Έλληνα ομόλογό του. Η συνάντηση, ως γνωστόν, αναβλήθηκε στο παρά πέντε, οι εφημερίδες όμως είχαν έτοιμο ρεπορτάζ για την συνάντηση που ποτέ δεν έγινε! Ρεπορτάζ που αφορούσε σημαντικότατα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Οι μίσθαρνοι συντάκτες τους μάλιστα, πέραν της ανύπαρκτης είδησης, προχωρούσαν και σε αξιολόγηση της συνάντησης! Οι συντάκτες αυτών των ειδήσεων πιθανότατα είναι μέλη της, κατά τα λοιπά, λαλίστατης ΕΣΗΕΑ, που δεν βρήκε, απ’ ότι ξέρω, δυο λόγια καταδίκης για το όνειδος της προκάτ (sic) δημοσιογραφίας. Δεν μιλώ για το συγκεκρινένο ρεπορτάζ αλλά για την προκατασκευασμένη είδηση, την αργυρώνητη ενημέρωση, την εξωνημένη επιφυλλιδογραφία. Όλοι όσοι έχουμε περάσει από εφημερίδες γνωρίζουμε ότι διόλου σπάνια δεν είναι η κατασκευή ειδήσεων ή και η αποσιώπησή τους. Δεν έγινε ωστόσο ούτε μια διαγραφή, έστω μια παραίτηση για να σωθούν τα προσχήματα, για να επιδειχθεί τουλάχιστον ένας κάλπικος σεβασμός στον αναγνώστη των κάλπικων ειδήσεων. Μόνο αδιάντροπες και φαιδρές δικαιολογίες για την «συναδελφική» λωποδυσία των αγράμματων κονδυλοφόρων, των νοικιασμένων κοσμικών, των εξαγορασμένων συνειδήσεων, που παριστάνουν τους κήνσορες της ελευθεροτυπίας και της δημοκρατίας.
Η δικαιολογία επίσης, ότι το διαδίκτυο προσφέρει δωρεάν ενημέρωση με αποτέλεσμα να μειώνονται οι πωλήσεις των παραδοσιακών Μέσων δεν ευσταθεί διότι ο τύπος πέρασε αλώβητος από άλλους τεχνολογικούς νεωτερισμούς (ραδιόφωνο, τηλεόραση), των οποίων η χρήση μάλιστα δεν προϋπέθετε καμμιά δεξιότητα όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Γεγονός είναι ότι το διαδίκτυο προσφέρει δωρεάν δυνατότητες δημοσιογραφίας αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την κρίση του τύπου. Οι περισσότεροι ιστότοποι άλλωστε διαχειρίζονται από έναν – δυο ανθρώπους, που, ακόμη κι όταν είναι επαγγελματίες, εκ των πραγμάτων δεν έχουν την δυνατότητα να καλύψουν το ευρύ φάσμα της επικαιρότητας. Οι περισσότεροι μάλιστα εξ αυτών αποτελούν χώρους ανεξέλεγκτης εκτόνωσης των επίδοξων και συχνά ανώνυμων συντακτών τους κι όχι χώρους υπεύθυνης και σοβαρής ενημέρωσης.
Εν κατακλείδι η κρίση του τύπου οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στην υποχώρηση της πραγματικής δημοσιογραφίας και θα ξεπεραστεί μόνον όταν αυτή επιστρέψει. Κι επειδή ο χώρος είναι γεμάτος τσιράκια που παριστάνουν τους κολαούζους να θυμίσουμε –επειδή εσχάτως και αυτό έχει ξεχαστεί- ότι δουλειά της δημοσιογραφίας είναι ο έλεγχος της εξουσίας κι όχι ο συναγελασμός της με αυτήν.
Αυτή η δημοσιογραφία δεν μπορεί να είναι άτιμη, δηλαδή δωρεάν, γιατί εάν είναι δωρεάν θα είναι υποκείμενη στις ορέξεις των διαφημιστών και εξαρτώμενη από τους διαφημιζόμενους. Θα έχει αντίτιμο το οποίο θα το καταβάλουν οι αναγνώστες της. Οι αναγνώστες που αναζητούν ανεξάρτητη και έγκυρη ενημέρωση. Σε αυτούς απευθυνόμαστε και σε αυτούς λογοδοτούμε. Σε κανέναν άλλον.
Υ.Γ. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και στον χώρο της τηλεόρασης όπου ιδιώτες χρησιμοποιούν χωρίς άδεια δημόσιες συχνότητες χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο στις παράνομες επιχειρήσεις τους.